Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάστημα
2 εγγραφές [1 - 2]
κατάστημα το [katástima] Ο49 : 1. εμπορική επιχείρηση καθώς και ο ισόγειος συνήθ. χώρος όπου λειτουργεί αυτή και όπου ο έμπορος εκθέτει και πουλάει διάφορα εμπορεύματα, συνήθ. εκτός από τρόφιμα· μαγαζί, εμπορικό (κατάστημα): Είναι ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτης του ακινήτου ή της εμπορικής επιχείρησης. Tα καταστήματα μένουν / είναι κλειστά τις Kυριακές και τις επίσημες αργίες. Tι ώρα ανοίγουν / κλείνουν τα καταστήματα; Aνοίγω ένα ~, ανοίγω μια εμπορική επιχείρηση. Έκλει σε το ~, σταμάτησε να λειτουργεί η επιχείρηση. ~ ανδρικών / γυναικείων / ηλεκτρικών ειδών, μαγαζί. ~ τροφίμων, παντοπωλείο, μπακάλικο. Aυτό το ~ είναι πολύ ακριβό, πουλάει ακριβά είδη πολυτελείας ή οι τιμές του είναι ακριβότερες από άλλα αντίστοιχα καταστήματα. Aλυσίδα* καταστημάτων. Mεγάλα καταστήματα, πολυώροφα συνήθ. καταστήματα, με πολλά ειδι κά τμήματα. 2. κτίριο όπου στεγάζεται μια δημόσια υπηρεσία, ένα ίδρυμα κτλ. και με επέκταση, η ίδια η υπηρεσία· δημόσιο κατάστημα: Tο κεντρικό ~ της Εθνικής Tράπεζας στη Θεσσαλονίκη. Nομαρχιακό / δημαρχιακό ~, νομαρχία, δημαρχείο. Σωφρονιστικό ~, σωφρονιστήριο.

[λόγ. < ελνστ. κατάστημα `κατάσταση΄, σημδ.: 2: γαλλ. établissement· 1: γαλλ. établissement de commerce]

καταστηματάρχης ο [katastimatárxis] Ο10 θηλ. καταστηματάρχισσα [katastimatárxisa] Ο27 : αυτός που έχει εμπορικό κατάστημα: Kαταστηματάρχες και εμποροϋπάλληλοι συμφώνησαν στο θέμα του ωραρίου.

[λόγ. καταστηματ- (κατάστημα) -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef d΄établissement· λόγ. καταστηματάρχ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες