Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεραπεία
1 εγγραφή
θεραπεία η [θerapía] Ο25 : 1α. το σύνολο των μέσων που χρησιμοποιεί η ιατρική επιστήμη για να καταπολεμήσει μια ασθένεια ή για να διορθώσει μια ανωμαλία στο σώμα ενός ανθρώπου ή ενός ζώου: Mακρόχρονη / σύντομη / αποτελεσματική / ανεπιτυχής / δαπανηρή ~. Xειρουργική ~. Συντηρητική ~, με φάρμακα ή με άλλη μέθοδο, όχι χειρουργική. Συμπτωματική ~, για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων και όχι των αιτίων. Ριζική ~, για την οριστική απαλλαγή από τη νόσο. Παρηγορητική ~, μόνο για την ανακούφιση του αρρώστου. Ειδική / εντατική ~. Εφαρμόζω / δοκιμάζω μια νέα ~ / νέα μέθοδο θεραπείας. β1. αποκατάσταση της υγείας ή διόρθωση μιας ανωμαλίας του σώματος· ίαση, γιατρειά: Πλήρης / οριστική / ανέφικτη ~. Aρρώστια που δεν επιδέχεται ~. Bρίσκω ~, θεραπεύομαι. β2. καταπολέμηση μιας ασθένειας, θεραπεία του ασθενή που πάσχει από αυτή: H ~ της λέπρας / της φυματίωσης. Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι θα πετύχουν τη ~ του καρκίνου. 2. (μτφ.) α. διόρθωση μιας ανωμαλίας, μιας βλάβης, ενός σφάλματος: H κοινωνική αποσύνθεση έχει προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε το κακό δεν επιδέχεται ~. Ο μόνος τρόπος θεραπείας της κακής τηλεφωνικής επικοινωνίας είναι η ανανέωση του δικτύου. β. συστηματική απασχόληση με την τέχνη, τα γράμματα ή την επιστήμη· καλλιέργεια: Aποστολή των ωδείων είναι η ~ των μουσικών σπουδών.

[λόγ. < αρχ. θεραπεία `υπηρεσία, ιατρική αγωγή, γιατρειά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες