Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γνήσιος -α -ο [γnísios] Ε6 : 1α. που δεν έχει υποστεί νοθεία, που δεν έχει προσμείξεις: Γνήσιο λάδι / βούτυρο. || που δεν είναι απομίμηση: Tσάντα από γνήσιο δέρμα. Γνήσια μαργαριτάρια. || (γραμμ.) γνήσια σύνθεση*. β. σε αντιδιαστολή προς ό,τι αποτελεί απομίμηση άλλου, που προέρχεται πραγματικά από εκείνον στον οποίο τον αποδίδουμε: Γνήσια γαλλική σαμπάνια. Γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Ένας ~ Πικάσο (ενν. πίνακας), αυθεντικός1. ANT πλαστός. || (ως ουσ.) το γνήσιο: Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής, η γνησιότητα. 2. (για πρόσ.) α. που προέρχεται από μια νόμιμη σχέση, συνήθ. στη νομική ορολογία: Γνήσιο τέκνο. Είναι γνήσια αδέλφια. β. για άνθρωπο ή για ζώο που δεν προέρχεται από επιμειξίες: ~ Γάλλος. Γνήσια ράτσα. Γνήσιο λυκόσκυλο. γ. τυπικός, αντιπροσωπευτικός: ~ εκπρόσωπος της γενιάς του. Είναι ένας ~ Έλληνας. δ. ~ καλλιτέχνης, που η τέχνη του ανταποκρίνεται σε μια βαθιά και ειλικρινή ανάγκη για έκφραση, που το ταλέντο του είναι πηγαίο.
γνήσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. γνήσιος]