Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανα
3.140 εγγραφές [371 - 380]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγνώριση η [anaγnórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγνωρίζω. 1. διαπίστωση της ταυτότητας ενός προσώπου ή ενός πράγματος που κάποτε γνώρισα: H στιγμή της αναγνώρισης των δύο αδερφών ήταν συγκινητική. Για την ~ των πτωμάτων κάλεσαν τους συγγενείς. || (φιλολ.) η μετάβαση από την άγνοια στη γνώση, ως δομικό στοιχείο του μύθου μιας αρχαίας τραγωδίας. 2α. παραδοχή, αποδοχή της αλήθειας ή της γνησιότητας ενός πράγματος: H ~ των σφαλμάτων του / της ενοχής του. β. επιβεβαίωση της γνησιότητας ή εγκυρότητας ενός πράγματος: H ~ της υπογραφής / του χρέους / της διαθήκης. ~ του εξώγαμου παιδιού. || αποδοχή και νομιμοποίηση αρχής, κράτους κτλ.: H ~ της Kομμουνιστικής Kίνας. H ~ της δικτατορίας από τις ξένες κυβερνήσεις. γ. ηθική ανταμοιβή για υπηρεσία, εκδούλευση κτλ.: Tου απένειμαν παράσημο σε ~ της πολύτιμης προσφοράς του στα γράμματα και στις τέχνες. || H ~ του έργου του δεν έγινε ποτέ. 3. (στρατ.) εξερεύνηση περιοχής για συγκέντρωση πληροφοριών χρήσιμων για μια επιχείρηση: Περίπολος αναγνώρισης. Aεροπλάνα πέταξαν για ~. Kάνω ~ εδάφους.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγνώρι(σις) -ση· 2, 3: σημδ. γαλλ. reconnaisance]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνώριση [anaγnórisi] η, gen αναγνώρισης & αναγνωρίσεως, pl αναγνωρίσεις (L)
  • ① renewed identification, recognition (syn διαπίστωση ταυτότητος):
    • ~ πτώματος |
    • ~ παλαιού φίλου |
    • το δράμα της αναγνώρισης αγαπημένων προσώπων, e.g. η ~ των συζύγων ύστερ' από μακρό χωρισμό |
    • στην ~ πέσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κλαίγοντας (Koulouris) |
    • σημεία αναγνωρίσεως των μελών μυστικής εταιρίας |
    • προϋπόθεση της ανάγνωσης είναι η ~ της λέξης (Geros)
  • ② acceptance, admission (syn αποδοχή):
    • ~ της ευθύνης |
    • ~ κύρους στις εθνικές νομοθεσίες |
    • η πίστη σημαίνει την ~ ότι μεταφυσική είναι η ουσία του ανθρώπου (Tatakis) |
    • μπορώ να αξιώσω την ~ της δικής μου γνώμης (Tsatsos) |
    • από την ~ της ηθικής αλήθειας εξαρτάται η ζωή του ανθρώπου (Theodorakop)
  • ⓐ γενική or ομόφωνη ~ consensus:
    • το βιοτικό επίπεδο του σουηδικού λαού είναι κατά γενικήν ~ το πρώτο στην Eυρώπη (Theotokas) |
    • υπάρχει ομόφωνη ~ ότι είναι αναγκαία η μεταβολή της τεχνικής παιδείας (Zachareas)
  • ③ law legal acceptance, recognition, acknowledgment (syn αποδοχή):
    • ~ δικαιώματος |
    • ~ διαθήκης, ~ χρέους, ~ υπογραφής |
    • εκούσια ή δικαστική ~ της πατρότητος |
    • ~τέκνου |
    • ~ υπηρεσιών
  • ⓑ internat. law recognition (de facto or de jure):
    • ~ εξουσίας, ~της κυβερνήσεως, ~ του δικτατορικού καθεστώτος ξένης χώρας |
    • ~της προσαρτήσεως του εδάφους |
    • ~μιας χώρας που απελευθερώθηκε
  • ④ expression of indebtedness, tribute or gratitude, recognition, acknowledgment (syn επιβεβαίωση, ομολογία):
    • ~ της προστασίας, ~ της ευεργεσίας (or των ευεργεσιών), ~ της βοηθείας |
    • ~των υπηρεσιών |
    • ~της χρησιμότητας των ιατρών |
    • η καλύτερη αμοιβή είναι η ~ |
    • λογοτεχνική ~ |
    • ~ ενός προσώπου, e.g. η ~ του Σολωμού |
    • τεχνοκρίτης με διεθνή ~ |
    • ~ μεγάλων δημιουργιών |
    • πολεμάνε να κατακτήσουν την ~ και την εκτίμηση των άλλων |
    • επίσημη ~, κοινωνική ~, κρατική ~ |
    • ανεπιφύλακτη, βαθιά, γενική, μεγάλη, ομόφωνη ~ |
    • μίλησαν για το έργο του με μεγάλη (or βαθιά or γενική) ~
  • ⓒ synecd (rendering or object of) recognition, (moral) reward (syn ανταμοιβή):
    • ετιμήθη με το μεγαλόσταυρο για ~ των εκδουλεύσεών του προς την πατρίδα |
    • η ονομασία ενός δρόμου ήταν η οφειλομένη ~ της προσφοράς |
    • το σπουδαστήριό του γεμάτο διπλώματα, μετάλλια, αναγνωρίσεις προερχόμενες από λογιών λογιών ιδρύματα (Floros)
  • ⑤ milit scouting, reconnaissance (near-syn ανίχνευση, εξερεύνηση, κατόπτευση):
    • ~ δρομολογίου route reconnaissance |
    • ~ όψεως visual reconnaissance |
    • φωτογραφική ~ reconnaissance photography |
    • ~ ιππικού cavalry reconnaissance, e.g. το ιππικό βγήκε για ~ |
    • ~από αέρος aviation reconnaissance (syn αναγνωριστική πτήση) e.g. πέταξε ένα αεροπλάνο να κάμη ~ |
    • ~ διά τηλεοράσεως tv air reconnaissance |
    • επιθετική ~ armed reconnaissance |
    • ~μάχης combat reconnaissance |
    • ~ εδάφους ground reconnaissance, e.g. ο μέραρχος έκανε μιαν ~ του εδάφους (Terzakis) |
    • ~ ναρκοπεδίου |
    • ~μηχανικού engineer reconnaissance |
    • μοίρα αναγνωρίσεως reconnaissance squadron |
    • περίπολος αναγνωρίσεως reconnaissance patrol |
    • τρέχομε μέσα στα χιόνια γι' αναγνωρίσεις, περιπολίες κι ανιχνεύσεις (AVlachos) |
    • χρειάστηκε πέντε άντρες για νυκτερινή ~ (Palaiologos) |
    • περιπολίες βγαίνουν κάθε βράδυ για ~ ή για κρούση (Theotokas)
  • ⓓ identification:
    • ~ ταυτότητος identification |
    • ~ αστέρος identification of a star |
    • ~ στόχου or των στόχων target identification |
    • ~ φωτογραφική photo reconnaissance and reconnaissance photography |
    • ~ αεροφωτογραφιών aerial photography identification

[fr AG ἀναγνώρισις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωρίσιμο [anaγnorísimo] το, (L)
  • recognizable element or entity:
    • το υποκειμενικό στοιχείο στους ρεαλιστές (στη ζωγραφική) παραμένει πάντα μέσα στα όρια του οργανικού και του σαφώς αναγνωρίσιμου (Dizikirikis)

[substantiv. n of αναγνωρίσιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγνωρίσιμος -η -ο [anaγnorísimos] Ε5 : που είναι εύκολο να τον αναγνωρίσει κάποιος, καθώς τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ή χαρακτηριστικά τα οποία έχει τον διαφοροποιούν από κπ. ή από κτ. παρόμοιο.

[λόγ. αναγνωρισ- (αναγνωρίζω) -ιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωρίσιμος, -η, -ο [anaγnorísimos] (L)
  • recognizable, knowable:
    • πρόσωπο αναγνωρίσιμο, φυσιογνωμία αναγνωρίσιμη |
    • η παραδοσιακή τέχνη παρουσιάζει τον αντικειμενικό κόσμο μέσα στα αναγνωρίσιμα όρια της οργανικότητάς του (Dizikirikis) |
    • ο τύπος του κιονοκράνου μόλις είναι ακόμη ~ (Pallas) |
    • το καλλιτεχνικό σύμβολο καθίσταται πομπός συγκινήσεως, σήμα αναγνωρίσιμο αξιόλογο καθεαυτό (Michelis) |
    • ποιος διατηρεί αναγνωρίσιμη την απλή διαπίστωση της τεκνογονίας ενός ζευγαριού εντόμων; (Panagiotop)

[neol, der of αναγνώρισις]

[Λεξικό Κριαρά]
αναγνώρισμα το.
  • Στοιχείο ή πληροφορία που χρησιμεύει για αναγνώριση:
    • Oλίγον αναγνώρισμα … της Xρυσορρόης (Kαλλίμ. 1510).

[αρχ. ουσ. αναγνώρισμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωρισμένα [anaγnorizména] adv
  • admittedly, as established:
    • ο λαός της Iσπανίας, ~ γενναίος και περήφανος, έβγαλε εξαίρετους πνευματικούς ανθρώπους (Fteris)

[der of αναγνωρισμένος adj; cf L ανεγνωρισμένως]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωρισμένος1 [anaγnorizménos] ο, usu pl αναγνωρισμένοι οι
  • identified person, well-known individual:
    • όποιος βλέπει πολύ μακρύτερα από τους άλλους θεωρείται επικίντυνος οχτρός ή νους ανισόρροπος· όλοι οι αναγνωρισμένοι κ' επίσημοι πέφτουν απάνω του να πνίξουν τη φωνή του (Kazantz) |
    • προβάλλονται οι επιζήσαντες με την ποιότητά τους, οι αναγνωρισμένοι (Fteris)

[substantiv. m of αναγνωρισμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναγνωρισμένος2, -η, -ο [anaγnorizménos] (& less freq ανεγνωρισμένος) (L)
:
  • κρύφτηκε να μην τον δουν, αλλά έμεινε από την αρχή ~ |
  • μη ~ unidentified
  • ① accepted, admitted, approved, established, well-known:
    • αναγνωρισμένη ακρίβεια, αναγνωρισμένη υπεροχή |
    • αναγνωρισμένη φήμη established reputation |
    • αναγνωρισμένο έθιμο accepted custom |
    • αναγνωρισμένη παράδοση |
    • αναγνωρισμένη αλήθεια admitted truth |
    • αναγνωρισμένη φιλοσοφία |
    • αναγνωρισμένο προνόμιο |
    • αναγνωρισμένα αριστουργήματα |
    • αναγνωρισμένες εξουσίες |
    • παγκοσμίως αναγνωρισμένοι θεσμοί |
    • σχολή αναγνωρισμένη από το κράτος |
    • αναγνωρισμένη κατάσταση establishment (syn κατεστημένο) |
    • αναγνωρισμένη εκκλησία του κράτους established church of the state |
    • αναγνωρισμένο κατάστημα reputed store, well-known store |
    • αναγνωρισμένη αξία |
    • επιστημονική αυθεντία or κορυφή recognized scholarly authority |
    • ~ επιστήμων, σοφός, γιατρός, ηθοποιός, καθηγητής, ποιητής, διαιτητής |
    • διεθνώς ~ αστρονόμος |
    • η Eλλάδα, αναγνωρισμένη ως ζωτικός χώρος της Δύσεως |
    • δεν κρίνω την ανεγνωρισμένη δεξιοτεχνία της σολίστ (Varvoglis) |
    • ο νόμος εκφράζει μια αναγνωρισμένη αρχή του δικαίου (Tsantsanoglou) |
    • καθιερώθηκε λογοτεχνική ιεραρχία αναγνωρισμένη από όλους (Athanasiadis-N) |
    • οι παλιές αναγνωρισμένες αρετές αρχίζουν να χάνουν το κύρος τους (Kazantz) |
    • ο Παλαμάς είναι ο ~ και αναμφισβήτητος αρχηγός της λογοτεχνικής πρωτοπορίας στην Eλλάδα (Theotkokas) |
    • ο Σεφέρης ήταν ήδη τότε ~ σαν αρχηγός της λεγόμενης νεότροπης ποίησης στην Eλλάδα (Tsatsos) |
    • poem δεν έμεινα στην αίθουσα όπου γιορτάζουν | με κάποια τάξιν αναγνωρισμένοι έρωτες (Kavafis) accepted modes of love
  • ⓐ empowered, authorized (through election, legally):
    • ~ αντιπρόσωπος authorized representative or delegate |
    • ~ εκπρόσωπος (legally) authorized spokesman |
    • ~ αρχηγός |
    • αναγνωρισμένη εταιρία incorporated company
  • ② law legally accepted, acknowledged, recognized:
    • ο ~ πατέρας, e.g. η μητέρα έχει δικαίωμα ν' απαιτήση από τον αναγνωρισμένο πατέρα ... τις δαπάνες του τοκετού κλ (Christidis AK)
  • ③ acknowledged, confessed:
    • ~ κλέφτης confessed thief |
    • ~ παλιάνθρωπος downright scoundrel |
    • αναγνωρισμένη δυσκολία confessed difficulty

[ppp of αναγνωρίζω; form ἀνεγν- fr K]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγνωρισμός ο [anaγnorizmós] Ο17 : (φιλολ.) αναγνώριση: Οι αναγνωρισμοί στην αρχαία τραγωδία.

[λόγ. < αρχ. ἀναγνωρισμός]

< Προηγούμενο   1... 36 37 [38] 39 40 ...314   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες