Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παροχή η [paroxí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρέχω: ~ υπηρεσιών / εγγυήσεων / δυνατοτήτων / διευκολύνσεων σε κπ. Γραφείο παροχής πληροφοριών. ~ σύνταξης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. ~ επιδόματος σε ανέργους. α. για υλικά αγαθά (ιδ. χρήματα) που δίνονται από το κράτος, από εργοδότη κτλ. και έχουν έκτακτο ή περιστασιακό χαρακτήρα: Προεκλογικές παροχές. Πολιτική παροχών, που αυξάνει τα δημόσια ελλείμματα και τον πληθωρισμό. β. (νομ.) πράξη ή παράλειψη που οφείλεται σε υφιστάμενη ενοχή. 2. για ορισμένο αγαθό, ιδίως υγρό ή αέριο, που παροχετεύεται σε ειδικό αγωγό: ~ νερού / ηλεκτρικού ρεύματος / φυσικού αερίου σε καινούρια πολυκατοικία. Διακοπή της παροχής. α. ο σχετικός αγωγός, ιδίως σωλήνας, με τον οποίο γίνεται η παροχέτευση: Mεταλλική / πλαστική ~. Οι παροχές του καλοριφέρ βρίσκονται κάτω από το δάπεδο. β. (φυσ.) η ποσότητα υγρού ή αερίου που παροχετεύεται σε ορισμένη μονάδα του χρόνου: Tο ύψος της παροχής ενός αγωγού. Aύξηση / μείωση της παροχής. || (ιατρ.): H ~ μιας αρτηρίας / φλέβας.
[λόγ.: 1: αρχ. παροχή `προμήθεια΄· 2: σημδ. αγγλ. supply]