Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιμιτασιόν [imitasxón] Ε (άκλ.) : για υλικό που είναι απομίμηση άλλου γνήσιου και καλύτερου ή και για είδος παρασκευασμένο από τέτοιο υλικό. ANT γνήσιος: Tσάντα από δέρμα ~. Γνήσια και ~ βαμβακερά υφάσμα τα. ~ ανταλλακτικά αυτοκινήτων.
[λόγ. < γαλλ. imitation]