Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδυμασία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδυμασία η [enδimasía] Ο25 : το σύνολο των εξωτερικών κυρίως ενδυμάτων τα οποία φοράει κάποιος· (πρβ. αμφίεση, περιβολή, στολή, φορεσιά): Επίσημη / καθημερινή / ατημέλητη / εορταστική / πλούσια / πολυτελής / στρατιωτική / πολιτική / εθνική / τοπική ~. ~ περιπάτου / χορού.

[λόγ. ενδυμα(τ)- (δες ένδυμα) -σία απόδ. γαλλ. habillement (πρβ. μσν. εντυμασιά `ρούχα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ενδυμασία η· εντυμασά· εντυμασία· εντυμασιά· ’ντυμασιά.
  • Φορεσιά· ρουχισμός:
    • το φαν τους, το πγειν τους, την εντυμασιάν τους (Μαχ. 1233).

[<ουσ. ένδυμα + κατάλ. σία. Ο τ. εντυμασά και σήμ. κρητ. Ο τ. εντ‑ και σήμ. κυπρ. Ο τ. εντυμασιά στο Βλάχ. Η λ. τον 11. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες