Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάδοχος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάδοχος ο [anáδoxos] Ο19 θηλ. ανάδοχος [anáδoxos] Ο36 : νονόςI.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάδοχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
ανάδοχος ο.
  • 1) Nουνός:
    • να γενώ ανάδοχός σου εις το άγιον βάπτισμα (Διγ. Άνδρ. 33815).
  • 2) Eκείνος που υποδέχεται:
    • γλυκύς, πραΰς ανάδοχος, εις πάντας τέτοιος ήτον (Xρον. Mορ. H 5475).

[μτγν. ουσ. ανάδοχος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανάδοχος -η / -ος -ο [anáδoxos] Ε17 : που αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει ένα ορισμένο έργο, κυρίως σε όρους ή σε εκφράσεις: Aνάδοχη / ~ εταιρεία, κυρίως για τεχνικές εταιρείες. Aνάδοχη οικογένεια, στην οποία αναθέτει μια κοινωνική υπηρεσία την ανατροφή (όχι την υιοθεσία) ενός παιδιού. || (ως ουσ.) ο ανάδοχος, ο εκπρόσωπος ανάδοχης εταιρείας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάδοχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάδοχος1 [aná∂oxos] ο, η, (L)
  • ① sponsor, guarantor (syn εγγυητής):
    • ο Mπούκουρ απέβη ~ της πόλεως (Papatsonis)
  • ② ο ~ (δημοσίου έργου) contractor (syn εργολάβος, εργολήπτης)
  • ③ sponsor, godfather, godmother (syn νονός, νουνός, νουνά):
    • καμιά δεκαριά μάλωναν ποιος να του γίνει ~ (Palam) |
    • το λαό τον είπαν "όχλο" ... Oι ανάδοχοί του ξεχνάν πως όχλος είναι ο λαός που δεν έχει ψυχή, δηλαδή έρωτα για την ελευθερία (Ploritis) |
    • poem να 'ταν τυφλός ο ~ που σε πρωτόπε Eιρήνη; (Markor)

[substantiv. of ανάδοχος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάδοχος2, -ος [aná∂oxos] adj
  • undertaking by contract the responsibility of executing a work, sponsoring, contracting:
    • η ~ εταιρία (L) contracting company, contractors, sponsors

[fr AG, K adj ἀνάδοχος 'taking upon o.s., giving security for']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες