νύφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νύφη | οι | νύφες & νυφάδες |
γενική | της | νύφης | των | — & νυφάδων |
αιτιατική | τη | νύφη | τις | νύφες & νυφάδες |
κλητική | νύφη | νύφες & νυφάδες | ||
Ο δεύτερος πληθυντικός, λαϊκότροπος. | ||||
όπως «νύφη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νύφη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νύφη < αρχαία ελληνική νύμφη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈni.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νύ‐φη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νύφη θηλυκό
- η γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ή την ώρα του γάμου της
- η γυναίκα του γιου μου
- η γυναίκα του αδελφού μου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πληρώνω τη νύφη
- σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός (τύφλα νά 'χει ο πεθερός) : είναι αρκετό οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να επιθυμούν κάτι, ώστε να πραγματοποιηθεί, παρά τις αντιρρήσεις άλλων
- τα λέω στην πεθερά για να τα ακούσει η νύφη : για τις υποδείξεις που λέγονται σε τρίτο πρόσωπο και είναι σίγουρο ότι θα τις μεταφέρει στο πρόσωπο που κατευθύνονται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτη που πρόκειται να παντρευτεί
γυναίκα του γιού μου
γυναίκα του αδελφού μου
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
νύφη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νύφη < τύπος νύμφη με αφομοίωση [mf] > [ff] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου με [ff] > [f] [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νύφη
- άλλη μορφή του νύμφη
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- νυφάδες (πληθυντικός)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη νύμφη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ νύφη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- νύφη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νύφη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)