κατάταξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάταξη οι κατατάξεις
      γενική της κατάταξης* των κατατάξεων
    αιτιατική την κατάταξη τις κατατάξεις
     κλητική κατάταξη κατατάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατατάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάταξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάταξις (< αρχαία ελληνική κατατάσσω < κατά- + τάσσω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική classification [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.ta.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐τα‐ξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάταξη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]