Ακίνητο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ακίνητη περιουσία αποτελείται από γη και τα κτίρια σε αυτήν, μαζί με τους φυσικούς πόρους που περιέχονται σε ένα κομμάτι γης, όπως καλλιέργειες (π.χ. ξυλεία), ορυκτά ή νερό και άγρια ζώα. Συνήθως στην οικονομία ο όρος ακίνητη περιουσία αναφέρεται σε οικιστικές μονάδες.[1] [2]

Η ακίνητη περιουσία διαφέρει από την προσωπική περιουσία, επειδή δεν μπορεί να μεταφερθεί. Η προσωπική περιουσία περιλαμβάνει οχήματα, βάρκες, κοσμήματα, έπιπλα, εργαλεία, το τροχαίο υλικό μιας φάρμας και ζώα φάρμας.

Ιστορία της ακίνητης περιουσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φυσικό δικαίωμα ενός ατόμου να έχει κάτι στην ιδιοκτησία του είναι μια έννοια που άρχισε να εμφανίζεται στο ελληνικό και ρωμαϊκό δίκαιο.[3] Το επάγγελμα του εκτιμητή αξίας της ακίνητης περιουσίας μπορεί να θεωρηθεί ότι άρχισε να υπάρχει στην Αγγλία κάπου μέσα στον 16ο αιώνα, καθώς οι γεωργικές ανάγκες απαιτούσαν την εκκαθάριση και τη προετοιμασία της γης πριν πωληθεί σε νέο ιδιοκτήτη. Η έννοια του φυσικού δικαίου (ή «καθολικό δίκαιο») συζητήθηκε μεταξύ των συγγραφέων του 15ου και 16ου αιώνα, καθώς αφορούσε τη «θεωρία της ιδιοκτησίας» και τις διακρατικές σχέσεις που αφορούσαν τις ξένες επενδύσεις και την προστασία της ιδιοκτησίας των πολιτών μιας χώρας στο εξωτερικό. Η έννοια του φυσικού δικαίου ίσως επέδρασε τον Έμεριχ ντε Βατέλ στο βιβλίο του «Δίκαιο των Εθνών» το 1758, ο οποίος έδινε ορισμό στην ιδέα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.[4]

Μία από τις μεγαλύτερες αρχικές συμφωνίες μεταφοράς ακίνητης περιουσίας στην ιστορία, γνωστή ως «Αγορά της Λουιζιάνας» συνέβη το 1803 όταν υπογράφηκε η Συνθήκη Αγοράς της Λουιζιάνας, και οι ΗΠΑ απέκτησαν ένα τεράστιο κομμάτι γης. Αυτή η συνθήκη άνοιξε το δρόμο για την επέκταση των ΗΠΑ προς τα δυτικά και έκανε τις ΗΠΑ ιδιοκτήτες της «Εδάφους της Λουιζιάνας», καθώς η αποικία της Λουιζιάνας αγοράστηκε από την Γαλλία για 15 εκατομμύρια δολάρια ήτοι 4 σεντς το στρέμμα.[5] Η παλαιότερη μεσιτική εταιρεία ιδρύθηκε στο 1855 στο Σικάγο και ήταν αρχικά γνωστή ως "LD Olmsted & Co." αλλά είναι πλέον γνωστή με την ονομασία «Baird & Warner».[6]

Το κραχ του 1929 και η επακόλουθη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ προκάλεσαν σημαντική πτώση στην αξία και τις τιμές των ακινήτων. Οι τιμές των κατοικιών στην Αμερική έπεσαν στο μισό σε τέσσερα χρόνια.[7]

Η εμφάνιση του διαδικτύου οδήγησε στην επέκταση του τομέα των ακινήτων και στο διαδίκτυο. Πλέον πολλά σπίτια αγοράζονται ή ενοικιάζονται αφού κάποιος αγοραστής ή ενοικιαστής τα εντοπίσει σε κάποια πλατφόρμα διάθεσης ακινήτων. Επίσης έχει ανθίσει η βραχυπρόθεσμη μίσθωση (Airbnb), με ιδιοκτήτες να θέτουν τα σπίτια τους σε πλατφόρμες του διαδικτύου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Real estate": Oxford English Dictionary online: Retrieved September 18, 2011
  2. James Chen (2 Μαΐου 2019). «What Is Real Estate?». investopedia.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Αυγούστου 2000. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2019. 
  3. Alvik, Ivar (2018). «Protection of Private Property in the Early Law of Nations.». Journal of the History of International Law 20 (2): 220. doi:10.1163/15718050-19041026. 
  4. Alvik, Ivar (2018). «Protection of Private Property in the Early Law of Nations.». Journal of the History of International Law 20 (2): 218–227. doi:10.1163/15718050-19041026. 
  5. «Louisiana Purchase: Primary Documents in American History». Library of Congress Research Guides. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2022. 
  6. Richardson, Patricia (June 2, 2003). «Father-son team scores big at home; Nearly 150 years old, family-owned Baird & Warner Inc. is a dominant force in the area's residential real estate industry, and shows no signs of slowing down or selling out». Crain's Chicago Business.. 
  7. Nicholas, T.; Scherbina, A. (2013). «Real Estate Prices During the Roaring Twenties and the Great Depression.». Real Estate Economics, 41 2: 280.