Δείτε επίσης: τσουμπλέκι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τουμπελέκι τα τουμπελέκια
      γενική του τουμπελεκιού των τουμπελεκιών
    αιτιατική το τουμπελέκι τα τουμπελέκια
     κλητική τουμπελέκι τουμπελέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κεραμικά τουμπελέκια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουμπελέκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دمبلك (dümbelek) (τουρκική dümbelek)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tu(m).beˈle.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: του‐μπε‐λέ‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουμπελέκι ουδέτερο

Ταυτόσημο επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία