τολμηρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
τολμηρά < τολμηρός
Επίρρημα επεξεργασία
τολμηρά
- έρχεται στο γραφείο ντυμένη πολύ τολμηρά
Συγγενικά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τολμηρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τολμηρό