στούντιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στούντιο < (άμεσο δάνειο) αγγλική studio < ιταλική studio < λατινική studium < studeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teud-
Ουσιαστικό επεξεργασία
στούντιο ουδέτερο άκλιτο
- χώρος με κατάλληλη διαρρύθμιση, διαμόρφωση και εξοπλισμό, όπου γίνεται κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
- ατελιέ
- μικρό διαμέρισμα με ένα δωμάτιο, κουζίνα και τουαλέτα
- (ευφημισμός) το πορνείο