πρόστυχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόστυχος < αρχαία ελληνική προστυχής < προστυγχάνω < πρός + τυγχάνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sti.xos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sti.çi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sti.xo/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
πρόστυχος -η -ο
- (για ανθρώπους) χυδαίος, ανήθικος, ποταπός, χαμερπής
- (για λόγια ή ενέργειες) χυδαίος, υβριστικός, άσεμνος
- (για αντικείμενα) φτηνό, μικρής αξίας και χαμηλής ποιότητας
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- προστυχάνθρωπος
- προστυχοδουλειά
- προστυχόκοσμος
- προστυχόλογο
- προστυχόμουτρο
- προστυχόπραμα
- προστυχόφατσα