Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προώθηση οι προωθήσεις
      γενική της προώθησης* των προωθήσεων
    αιτιατική την προώθηση τις προωθήσεις
     κλητική προώθηση προωθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προωθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προώθηση < (προωθώ) προωθη- (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προώθη(σις) + -ση Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ώθηση.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈo.θi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ώ‐θη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προώθηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία