παραπληγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραπληγία < αρχαία ελληνική παραπληγίη (ιωνικός τύπος ) / παραπληξία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική paraplégie)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.pliˈʝi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραπληγία θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παραπληγικός / παραπληκτικός / παράπληκτος
- παραπληξία
- → δείτε τις λέξεις παρά και πλήττω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραπληγία