μεσίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεσίτης | οι | μεσίτες |
γενική | του | μεσίτη | των | μεσιτών |
αιτιατική | τον | μεσίτη | τους | μεσίτες |
κλητική | μεσίτη | μεσίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεσίτης (μεσολαβητής) < αρχαία ελληνική μέσ(ος) + -ίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσίτης αρσενικό (θηλυκό μεσίτρια)
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που αναλαμβάνει να προωθήσει την αγορά ή την πώληση ακίνητης περιουσίας, με κάποιο οικονομικό όφελος
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσίτης
μεσιτής ακινήτων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσίτης < αρχαία ελληνική μέσ(ος) + -ίτης
Πηγές επεξεργασία
- μεσίτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεσίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.