κτηματομεσίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kti.ma.to.meˈsi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτη‐μα‐το‐με‐σί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
κτηματομεσίτης αρσενικό (θηλυκό κτηματομεσίτρια)
- (επάγγελμα) μεσίτης για αγοραπωλησία ακινήτων
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κτήμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κτηματομεσίτης
|