καταχώρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταχώρηση | οι | καταχωρήσεις |
γενική | της | καταχώρησης* | των | καταχωρήσεων |
αιτιατική | την | καταχώρηση | τις | καταχωρήσεις |
κλητική | καταχώρηση | καταχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταχώρηση θηλυκό
- συνώνυμο του καταχώριση