κήπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κήπος | οι | κήποι |
γενική | του | κήπου | των | κήπων |
αιτιατική | τον | κήπο | τους | κήπους |
κλητική | κήπε | κήποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κήπος < αρχαία ελληνική κῆπος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *keh₂po- (γη, κήπος)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κήπος αρσενικό
- έκταση (συνήθως φραγμένη), όπου καλλιεργούνται είτε για λόγους καλλωπιστικούς είτε για λόγους διατροφικούς λουλούδια, δέντρα ή άλλα φυτά (ενίοτε δίπλα σε σπίτι ή κάποιο κτίσμα)
- (ιδιωματικό) χωράφι καλλιεργημένο με ζαρζαβατικά ή κηπευτικά κυρίως με φασόλια (στην κρητική διάλεκτο)
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κήπος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κήπος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.