επισμάλτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επισμάλτωση | οι | επισμαλτώσεις |
γενική | της | επισμάλτωσης* | των | επισμαλτώσεων |
αιτιατική | την | επισμάλτωση | τις | επισμαλτώσεις |
κλητική | επισμάλτωση | επισμαλτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισμαλτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επισμάλτωση θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επισμάλτωση
|