δομημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δομημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δομώ (Δομημένο ομόλογο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική structured note)
Μετοχή επεξεργασία
δομημένος, -η, -ο
- που έχει δομηθεί
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- δομημένο ομόλογο: (οικονομία) χρηματοοικονομικό προϊόν ενός ομολόγου χρέους, το οποίο εμπεριέχει ένα ενσωματωμένο στοιχείο παραγώγου με χαρακτηριστικά που ρυθμίζουν το προφίλ απόδοσης-κινδύνου του χρηματοοικονομικού προϊόντος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δομημένο ομόλογο