αναπαλαίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπαλαίωση | οι | αναπαλαιώσεις |
γενική | της | αναπαλαίωσης* | των | αναπαλαιώσεων |
αιτιατική | την | αναπαλαίωση | τις | αναπαλαιώσεις |
κλητική | αναπαλαίωση | αναπαλαιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπαλαιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπαλαίωση < καθαρεύουσα ἀναπαλαίω(σις) + -ση < (αναδρομικός σχηματισμός) αναπαλαιώνω[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ανα-, αρχαία ελληνική ἀνά + παλαίωσις < παλαιόω < παλαιός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.paˈle.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πα‐λαί‐ω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναπαλαίωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναπαλαιώνω Κάτι παλαιό το αναμορφώνω με τα χαρακτηριστικά και την εμφάνιση που είχε όταν ήταν νέο.
- ※ : Στο εξωτερικό υπάρχουν δεκάδες σύλλογοι που αναπαλαιώνουν και διατηρούν ιστορικά στρατιωτικά οχήματα. Από το 1985 στην Ελλάδα υπάρχει ο Σύλλογος Διατηρήσεως Ιστορικών Οχημάτων με σκοπό την αναζήτηση, την περισυλλογή, την αναπαλαίωση και τη διατήρηση αντιπροσωπευτικών οχημάτων που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό την περίοδο 1940 - 1960. (*)
- (κατ’ επέκταση) αποκατάσταση
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ανά και παλαιός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπαλαίωση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αναπαλαίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας