TO ΚΑΝΟΝΑΚΙ

Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο, φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα, σε σχήμα τραπεζίου, με τη δεξιά πλευρά κάθετη προς τη μεγάλη βάση και τις χορδές (εντέρινες ή από πλαστική ύλη) κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του. Στο καπάκι – επίσης ξύλινο, εκτός από το δεξιό μέρος, 15 εκ. περίπου πλάτος, που είναι φτιαγμένο από δέρμα – ανοίγουν μια η περισσότερες τρύπες «για τη φωνή», στρογγυλές ή αυγόσχημες, συχνά διακοσμημένες.

Δίπλα στα κλειδιά, στην αριστερή πλευρά, το κανονάκι έχει μανταλάκια, ένα είδος κινητούς καβαλάρηδες, που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διάφορων φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου. Δεξιά, πάνω στη δερμάτινη επιφάνεια, βρίσκεται ο καβαλάρης. Το κανονάκι κουρντίζεται μ’ ένα κινητό μετάλλινο κλειδί, παλιότερα ανάλογα με τον τρόπο (mode) της μελωδίας που παιζόταν, και σήμερα στη διατονική κλίμακα. Η μελωδική του έκταση καλύπτει συνήθως τρεις οκτάβες και τρεις νότες. Υπάρχουν όμως και κανονάκια με μικρότερη μελωδική έκταση, όπως και κανονάκια χωρίς μανταλάκια.

Πώς παίζεται:

Το κανονάκι παίζεται κρατημένο συνήθως πάνω στα πόδια του εκτελεστή, με δύο πένες (πλήκτρα) ή νύχια, όπως λέγονται επίσης, που προσδένονται στους δείκτες των χεριών με μετάλλινες δαχτυλήθρες, ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα. Οι πένες, σήμερα από πλαστική ύλη, ήταν άλλοτε από χελωνόστρακο (ταρταρούγα), από κέρατο βοδιού και άλλα υλικά. Με τις πένες, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά δύο τεχνητά νύχια (από εκεί και η ονομασία νύχι), ο εκτελεστής τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές (με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και το δεξιό της υψηλές) κι αυτό τον βοηθάει να έχει καλύτερη τεχνική και δυνατότερο ήχο. Η διακόσμηση με την ενθετική τεχνική, στα πλαϊνά του ηχείου, και στα γλυπτά ανοίγματα για τις φωνές, πάνω στο καπάκι, είναι επηρεασμένη από την τέχνη της Ανατολής.

Το κανονάκι στον ελλαδικό χώρο:

Το κανονάκι (qanun, qanoun, κλπ.), παλιότερα και ιδιαίτερα στους μεσαιωνικούς χρόνους, ήταν γνωστό κυρίως με την ονομασία ψαλτήριο. Πότε ακριβώς η ονομασία qanun (κανονάκι) αντικαθιστά την ονομασία ψαλτήριο, δεν το ξέρουμε. Είναι όμως φανερό ότι αυτό γίνεται με την εξάπλωση του Ισλαμισμού και την επαφή των Άραφων και των Τούρκων με τους λαούς της Ευρώπης.

Οι αρχές του ψαλτήριου ανιχνεύονται στον ασιατικό χώρο, πολλούς αιώνες πριν από τους αρχαιοελληνικούς κλασικούς χρόνους. Στην αρχαία Ελλάδα, απ’ τον Αριστοτέλη (Προβλήματα, 19.23.,1) και το Θεόφραστο (Περί φυτικών ιστοριών, 5.7,6) έως τον Αθηναίο και τους άλλους συγγραφείς, έχουμε πολλές μαρτυρίες για μουσικά πιθανόν του τύπου ψαλτηρίου, με τις ονομασίες τρίγωνον ψαλτήριον, επιγόνειον, μάγαδις, σιμίκιον, κλπ. Για τα όργανα όμως αυτά δεν υπάρχουν εικονογραφικές μαρτυρίες, γι’ αυτό μόνον υποθέσεις – που περιμένουν πάντα την τεκμηρίωσή τους – έχουν γίνει έως σήμερα για τη σχέση του αρχαιοελληνικού ψαλτηρίου με το κανονάκι.

Αντίθετα, στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, οι δύο μεγάλες πηγές για την ιστορία του νεοελληνικού instrumentarium, τα ιστορημένα χειρόγραφα και οι τοιχογραφίες των εκκλησιών, είναι πλούσιες σε πληροφορίες για το ψαλτήριο σε σχήμα τριγώνου ή τραπεζίου, τον τρόπο με τον οποίο κρατιέται, παίζεται, κλπ., όσο και αν σε πολλές από αυτές τις μικρογραφίες ή τοιχογραφίες δεν είναι πάντα εύκολο να καθοριστεί εάν το εικονιζόμενο όργανο είναι ένα κανονάκι ή μια άρπα. Το ψαλτήριο, ανάμεσα σε άλα μουσικά όργανα, αναφέρεται σε σκανδιναβικό χρονικό του 12ου αιώνα σε γιορτή στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Το ψαλτήριο επίσης εννοεί ο Philippe du Fresne-Canaye όταν γράφει στο Ταξίδι του ότι είδε να παίζεται μια «ελληνική άρπα» στο γάμο πλούσιου εμπόρου στον Πέραν της Κωνσταντινούπολης, το 1573.

 

 

* Βιβλιογραφία: Φοίβος Ανωγειανάκης, "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα", Β' έκδοση, Εκδοτικός οίκος "Μέλισσα", 1991, Αθήνα, ISBN: 960-204-005-X