Οι Δώδεκα Θεοί του Ολύμπου



Οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου είναι οι κύριοι θεοί της Ελληνικής μυθολογίας που κατοικούσαν στην κορυφή του Ολύμπου. Οι Ολύμπιοι θεοί κέρδισαν την εξουσία νικώντας τους Τιτάνες στην Τιτανομαχία. Στην πραγματικότητα οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο δωδεκάθεο, αλλά υπήρχαν μεγάλοι και μικρότεροι θεοί και άλλοι που λατρεύονταν τοπικά π.χ. ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Άδης ήταν οι μεγαλύτεροι θεοί, ενώ ο Διόνυσος ήταν μικρότερος θεός. Το δωδεκάθεο είναι έννοια που σχηματίστηκε από δυτικούς λόγιους τον 16ο-17ο αιώνα και έχει εμφανιστεί με διάφορες συνθέσεις ανάμεσα σε 14 θεούς.


Δίας



Ο Δίας ή Ζευς σύμφωνα με την αρχαία ελληνική θεογονία είναι ο "Πατέρας των θεών και των ανθρώπων" που κυβερνά τους Θεούς του Ολύμπου. Αυτός είναι ο θεός του ουρανού και του κεραυνού στην ελληνική μυθολογία. Είναι το νεότερο παιδί του Κρόνου και της Ρέας. Στις περισσότερες παραδόσεις είναι παντρεμένος με την Ήρα, αν και στο μαντείο της Δωδώνης, σύζυγος του αναφέρεται η Διώνη. Είναι γνωστός για τις ερωτικές περιπέτειες του. Αυτό οδήγησε σε πολλούς ευσεβείς και ηρωικούς απογόνους, συμπεριλαμβανομένων της Αθηνάς, του Απόλλωνα, της Άρτεμης, του Ερμή, της Περσεφόνης (από την Δήμητρα), του Διόνυσου, του Περσέα, του Ηρακλή, της Ωραίας Ελένης, του Μίνωα και των Μουσών (από την Μνημοσύνη). Από την Ήρα έχει αποκτήσει τον Άρη, την Ήβη και τον Ήφαιστο, ενώ από τη Διώνη απέκτησε την Αφροδίτη. Ο Δίας υπήρξε ανέκαθεν μετεωρολογικός θεός, ελεγκτής της αστραπής, του κεραυνού και της βροχής. Ήταν ο δυνατότερος και σπουδαιότερος όλων των μυθολογικών όντων και θεών. Ο Θεόκριτος περίπου το 265 Π.Κ.Ε. έγραψε: «άλλοτε είναι καθαρός ο Δίας, άλλοτε βρέχει». Στο ομηρικό έπος της Ιλιάδας έστελνε τους κεραυνούς στους εχθρούς του. Άλλα εμβλήματά του, ήταν ο αετός και η αιγίς.


Ήρα



Στην ελληνική μυθολογία η Ήρα ήταν σύζυγος του Δία, κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Ήταν η θεά του γάμου . Ζήλευε τον άνδρα της Δία για τις απιστίες του προς αυτήν και πολλές φορές εκδικήθηκε τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε ο Δίας. Ταυτιζόταν κατά την Ρωμαϊκή Μυθολογία με τη θεότητα Γιούνο ενώ στην Ετρουσκική με την θεότητα Ούνι.Η γέννηση της βασίλισσας των θεών τοποθετείται σε σημεία. Μερικά από αυτά είναι η Σάμος ή η Στυμφαλία ή η Εύβοια. Ο Κρόνος την κατάπιε, προσπαθώντας να πολεμήσει τη μοίρα του, καθώς η Γαία και ο Ουρανός του είχαν προφητεύσει πως ένας απόγονός του θα διεκδικούσε την εξουσία. Μόνο όταν η Ρέα κατόρθωσε να ξεγελάσει τον Κρόνο, τότε η Ήρα ξαναείδε το φως. Μετά την εκθρόνιση του Κρόνου, ο Δίας τη ζήτησε σε γάμο. Τρελός από έρωτα για την αδερφή του, ο Δίας δεν παραιτήθηκε από τους σκοπούς του. Μια μέρα, καθώς η θεά περπατούσε στο δάσος, ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κούκο και έπεσε στα πόδια της ανυποψίαστης Ήρας. Τότε ο βασιλιάς των θεών πήρε την πραγματική του μορφή. Επιβλητικός και πανίσχυρος εξουδετέρωσε και τις τελευταίες αντιστάσεις της θεάς. Η Ήρα νικήθηκε, υποτάχτηκε, έγινε για πάντα δική του, αφού πρώτα εξασφάλισε «υπόσχεση γάμου». Κατά μία εκδοχή ο μύθος της ένωσης του Δία και της Ήρας συμβόλιζε την ένωση της καθαρότητας του Ουρανού (εκφραστής του ο Δίας) με τον Αέρα, στοιχείο ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο, που εκφραστής του ήταν η Ήρα. Από το γάμο της Ήρας και του Δία γεννήθηκαν ο Άρης, η Ήβη και η Ειλείθυια. Σύμφωνα με τον Όμηρο γεννήθηκε και ο Ήφαιστος, ενώ κατά τον Ησίοδο η Ήρα γέννησε μόνη της τον Ήφαιστο, χωρίς τη συμμετοχή του Δία. Συχνά η Ήρα περιγραφόταν ή απεικονιζόταν κρατώντας κάποιο σκήπτρο ως σύμβολο κυριαρχίας ή έχοντας στα χέρια της ρόδι (σύμβολο γονιμότητας). Άλλα γνωστά σύμβολα της Ήρας ήταν το παγώνι, ο κούκος που συμβόλιζε τον ερχομό της άνοιξης και διάφορα λουλούδια και φυτά που συμβόλιζαν την ευλογία της φύσης.


Ποσειδώνας



Στην Ελληνική μυθολογία ο Ποσειδώνας είναι ο θεός της στεριάς και της θάλασσας (και για αυτό ονομάζονταν και Πελαγαίος), των ποταμών, των πηγών και των πόσιμων νερών. Γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία κατοικούσε πότε στον Όλυμπο και πότε στο παλάτι του στα βάθη της θάλασσας, όπου ζούσε και η γυναίκα του, η Νηρηίδα Αμφιτρίτη. Κατά μια εκδοχή μεγάλωσε στη Ρόδο όπου, μετά την ένωσή τους με την Αλία, αδελφή των Τελχινών, γεννήθηκαν έξι γιοι και μια κόρη, η Ρόδη, που έδωσε το όνομά της στο νησί. Ήταν πατέρας ακόμα του Θησέα, αλλά και του Προκρούστη και του Σκίρωνα και γιγάντων: των δίδυμων Ώτου και Εφιάλτη (από την ένωσή του με την Ιφιμέδεια, κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας), του Τιτυού (από την Ελαρά, κόρη του Ορχομενού και του Ωρίωνα (από την Ευρυάλη, κόρη του Μίνωα. Θεωρούνταν ακόμα εξημερωτής του πρώτου αλόγου αλλά και γεννήτορας του μυθικού αλόγου Πήγασου. Το όνομα του θεού Nethuns είναι ετρουσκικό και υιοθετήθηκε στα λατινικά για τον Ποσειδώνα στη ρωμαϊκή μυθολογία (Νεπτούνους). Και οι δύο ήταν θεοί της θάλασσας ανάλογοι με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με σωζόμενες επιγραφές, ο Ποσειδών λατρευόταν στην Πύλο και στη Θήβα και ενσωματώθηκε στους θεούς του Ολύμπου ως αδελφός του Δία και του Άδη. Ο Ποσειδών απέκτησε πολλά παιδιά. Υπάρχει ένας ομηρικός ύμνος στον Ποσειδώνα, ο οποίος ήταν ο προστάτης πολλών ελληνικών πόλεων, αν και έχασε το διαγωνισμό για την Αθήνα από την Αθηνά. Ως θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας ταξίδευε με το χρυσό άρμα του πάνω στα κύματα, που άνοιγαν χαρούμενα στο πέρασμά του, ενώ γύρω του έπαιζαν δελφίνια. Με την τρίαινά του μπορούσε τόσο να δημιουργεί τρικυμίες όσο και να ηρεμεί τα νερά. Θεωρούνταν προστάτης των ναυτικών και των ψαράδων κι ακόμα, σαν υπεύθυνο για γεωλογικά φαινόμενα όπως τους σεισμούς, του προσφέρονταν θυσίες και επικλήσεις για τη σταθερότητα του εδάφους και την ασφάλεια των κτιρίων, ενώ τιμούνταν και με ιπποδρομίες. Σύμβολά του ήταν η τρίαινα, το ψάρι (συνήθως τόννος) και σπανιότερα το άλογο ή ο ταύρος.


Δήμητρα



Η Δήμητρα (Δημήτηρ στην αρχ. ελλ.), στην ελληνική μυθολογία, ήταν η ιδεατή ανθρωπόμορφη θεότητα της καλλιέργειας δηλαδή της γεωργίας, αλλά και της ελεύθερης βλάστησης, του εδάφους και της γονιμότητας αυτού συνέπεια των οποίων ήταν να θεωρείται και προστάτιδα του γάμου και της μητρότητας των ανθρώπων. Ήταν Ολύμπια (κύρια) θεότητα. Η Δήμητρα ήταν κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Αδερφή της Ήρας, της Εστίας, του Δία και του Ποσειδώνα. Η γέννηση της ακολούθησε την ίδια μοίρα με των αδερφών της. Ο Κρόνος κατάπινε τα παιδιά τους μόλις γεννιόντουσαν από φόβο μην του πάρουν το θρόνο. Η Ρέα μην αντέχοντας άλλο να χάνει τα παιδιά της, βοήθησε τον μικρότερο, τον Δία, να εκθρονίσει τον Κρόνο με ένα τέχνασμα και να ελευθερώσει τα αδέρφια του από την κοιλιά του πατέρα τους.
Η Δήμητρα και η κόρη της Περσεφόνη ήταν οι κεντρικοί χαρακτήρες στα Ελευσίνια μυστήρια και πιθανότατα ήταν θεότητες που λατρευόντουσαν πριν από το Δωδεκάθεο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι δύο θεότητες συγχέονται ή θεωρούνται μια θεά με δύο πρόσωπα. Η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα θεό του Άδη, είχε ως αποτέλεσμα τον μαρασμό της Δήμητρας. Εγκατέλειψε τον Όλυμπο και άρχισε να περιπλανιέται μαυροφορεμένη και βουβή ανάμεσα στους ανθρώπους ψάχνοντας την Περσεφόνη. Τα νιάτα και το κάλλος της αντικατέστησαν τα γκρίζα μαλλιά και το πένθος.


Άρης



Ο Άρης είναι ο Έλληνας θεός του πολέμου. Είναι ένας από τους Δώδεκα Ολύμπιους, και γιος του Δία και της Ήρας. Εξαιτίας της ιδιαίτερης πολεμοχαρούς φύσης του αρκετοί συγγραφείς του 19ου αιώνα ισχυρίστηκαν ατεκμηρίωτα ότι ήταν ξένος θεός, καθώς θεωρούσαν ότι η ελληνική φαντασία αποκλείεται να δημιούργησε έναν τόσο άγριο θεό. Στους μύθους ο Άρης εμφανίζεται πολεμοχαρής και προκλητικός και εκπροσωπεί την παρορμητική φύση του πολέμου. Οι Έλληνες ήταν αμφίσημοι προς τον Άρη: αν και ενσωμάτωσε τη φυσική ανδρεία που είναι αναγκαία για την επιτυχία στον πόλεμο, ήταν μια επικίνδυνη δύναμη. Συντριπτικός, ακόρεστος στη μάχη, καταστροφικός, και ο άνθρωπος-σφαγέας. Ο Φόβος ο Δείμος ήταν προσδεμένοι στο άρμα μάχης του. Στην Ιλιάδα, ο πατέρας του ο Δίας τον λέει ότι είναι ο πιο μισητός θεός σε αυτόν. Η αξία του σαν θεός του πολέμου τοποθετείται σε αμφιβολία: κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, ο Άρης ήταν στην πλευρά των ηττημένων, ενώ η Αθηνά, που συχνά απεικονίζεται στην ελληνική τέχνη ως κάτοχος Νίκης στο χέρι της, ευνόησε τους θριαμβευτικούς Έλληνες. Ο Άρης παίζει έναν σχετικά περιορισμένο ρόλο στην ελληνική μυθολογία όπως αντιπροσωπεύεται στη λογοτεχνική αφήγηση, αν και αναφέρονται οι πολλές ερωτικές σχέσεις του και οι άφθονοι απόγονοι του. Όταν ο Άρης δεν εμφανίζεται στους μύθους, συνήθως αντιμετωπίζει ταπείνωση. Είναι γνωστός ως εραστής της Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα, που ήταν παντρεμένη με τον Ήφαιστο, θεό της χειροτεχνίας. Η πιο διάσημη ιστορία που σχετίζεται με τον Άρη και την Αφροδίτη τους δείχνει να εκτίθενται μέσω μίας έξυπνης συσκευής του αδικημένου συζύγου της. Χάρη στον γιο του τον Οινόμαο από την Στερόπη, ο Άρης έγινε πρόγονος ονομαστών προσώπων, όπως του Ατρέα, του Θυέστη, του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, του Αίγισθου, του Ορέστη, της Ηλέκτρας, του Πυλάδη, του Πιτθέα, του Θησέα, του Ιππόλυτου, της Ιφιγένειας, του Δημοφώντα, του Ακάμαντα, του Ευρυσθέα, του Αμφιτρύωνα, της Αλκμήνης, του Ιόλαου, του Ηρακλή, της Αδμήτης, του Κοπρέα, του Αλκάθοου και του Αία του Τελαμώνιου. Από την κόρη του Αρμονία έγινε πρόγονος των απόγονων του Κάδμου, οι οποίοι είναι ο θεός Διόνυσος, το τέρας Σφίγγα και ονομαστά πρόσωπα, όπως η Σεμέλη-Θυώνη, η Ινώ-Λευκοθέα, ο Πενθέας, ο Ακταίωνας, ο Μελικέρτης-Παλαίμονας, ο Λάιος, ο Οιδίποδας, ο Οινοπίωνας, ο Στάφυλος, ο Θόας και ο Άνιος. Από τον Θέστιο ο Άρης έγινε πρόγονος της Αλθαίας, της Λήδας, του Μελέαγρου, της Δηιάνειρας, του Τυδέα, του Διομήδη, της Ωραίας Ελένης, της Κλυταιμνήστρας, των Διοσκούρων και του Αμφιάραου. Από τον Φλεγύα ήταν πρόγονος του θεού Ασκληπιού.


Ήφαιστος



Ο Ήφαιστος σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ήταν ένας από τους κύριους Ολύμπιους θεούς του αρχαίου Δωδεκάθεου. Ήταν ο θεός της φωτιάς του ουρανού και της γης και οποιασδήποτε διεργασίας ή τέχνης με αυτήν, όπως της χαλκουργίας και κυρίως της μεταλλουργίας. Σύμφωνα με την Ιλιάδα του Ομήρου, (Ξ 338), ήταν γιος του Δία και της Ήρας. Αυτό αναφέρεται στους ομηρικούς στίχους, τους οποίους ακολούθησαν οι μεταγενέστεροι συγγραφείς. Ωστόσο, ο Ησίοδος στη Θεογονία του (927) τον παρουσιάζει όχι ως καρπό του έρωτα αλλά της έριδας και φιλονικίας μεταξύ του Δία και της Ήρας, φερόμενος να γεννήθηκε από την Ήρα με παρθενογένεση. Ο Ήφαιστος μαζί με την Εστία αποτελούσαν τις κύριες θεότητες του πυρός.Επισημαίνεται ότι η Ελληνική Μυθολογία αποτελεί στο σύνολό της ένα επιστέγασμα μακροχρόνιων παρατηρήσεων των δυνάμεων της φύσεως και των μεταξύ τους σχέσεων όπως μπόρεσαν να τις αντιληφθούν οι Έλληνες της εποχής εκείνης παράλληλα με τις ηθικές αξίες που αναγνώρισαν στις μεταξύ τους σχέσεις. Η αφήγηση και αιτιολόγηση - ανάδειξη των παραπάνω αποδόθηκε με ένα θαυμαστό αλληγορικό τρόπο ανθρωπομορφισμού των εννοιών και "καθ΄ ομοίωση" των ανθρώπων, τόσο από τον Όμηρο όσο και από τον Ησίοδο που και σήμερα εκπλήσσει. Βασικός σκοπός ήταν γενικά οι έννοιες αυτές να τύχουν κοινής αποδοχής, ιερού σεβασμού και τιμών. Αναμφίβολα αυτό που συνετέλεσε στη μακροχρόνια παρατήρηση της φύσης εκ μέρους των Ελλήνων ήταν οι μεγάλες γεωλογικές αναστατώσεις που συνέβησαν στον ελλαδικό χώρο κατά το απώτερο παρελθόν. Ο Ήφαιστος, που το όνομά του ετυμολογείται από την αρχαία ελληνική λέξη (ρήμα) "ἧφθαι", που σημαίνει αναμμένο είναι, ή κατ΄ άλλους (Μαξ Μίλλερ) από το όνομα Ήβη < αρχαίο Ἥβη (= νεότητα) κατά μετατροπή του β σε φ, αποτέλεσε την ανθρωπόμορφη ακμάζουσα θεότητα της φυσικής δύναμης του πυρός σε όλες τις μορφές του και χρήσεις του, από κεραυνό και αστραπή στον ουρανό μέχρι ηφαίστειο στη γη, αλλά και ως εσωτερική ανθρώπινη φλόγα έμπνευσης και δημιουργίας. Οι δε περιγραφές και συμπεριφορές του Ηφαίστου, που του αποδίδοντα με αλληγορική πάντα σημασία, αποκαλύπτουν στην ουσία ακριβώς όλα εκείνα τα στοιχεία που σχετίζονται με τα παραπάνω. Η συγκριτική φιλολογία θεωρεί το όνομα αυτό ως ένα από τα ολίγα της ελληνικής μυθολογίας με έννοια τόσο διαυγή, φθάνοντας μάλιστα ν΄ αναγνωρίζει σ΄ αυτό ένα από τα συνήθη επίθετα του Αγνί, του βουδικού θεού του πυρόςΈτσι με βάση τα παραπάνω και με κυρίαρχες τις παραστάσεις της φωτιάς που προκαλούν το μεγαλύτερο δέος (κεραυνοί, αστραπές καθώς και τα επίγεια ηφαίστεια) "γεννήθηκε" ο 'Ηφαιστος από τους ύπατους θεούς, τον Δία και την Ήρα, καθιστάμενος και αυτός Ολύμπιος και συνεπώς αδελφός της Αθηνάς, της Αφροδίτης, του Απόλλωνα, της Άρτεμης, του Άρη, του Ερμή και του Διονύσου, καθώς και των Μουσών και των Χαρίτων, όπως και πολλών ημίθεων π.χ. των Διόσκουρων και της Ωραίας Ελένης, του Ηρακλή, του Περσέα, του Μίνωα κ.ά. Ο Ήφαιστος ως θεός του πυρός είναι ο νεώτερος των θεών, ο υστερότοκος των ύπατων θεών που όμως παραμένει ο "νεώτερος" επειδή ποτέ δεν χάνει τη δύναμή του. Κατά τις γενικές περιγραφές φέρεται άσχημος και παραμορφωμένος, τόσο που η ίδια η μητέρα του, η Ήρα, τον πέταξε από τον Όλυμπο από τη ντροπή της. Ο θεός-βρέφος έπεσε στη θάλασσα, όπου τον περισυνέλεξαν η Θέτις η "κουροτρόφος" (θεότητα προστασίας των παίδων και της μητρικής στοργής) και η Ευρυνόμη, (θεότητα της θάλασσας), οι οποίες τον ανέθρεψαν για εννέα χρόνια. Μόλις μεγάλωσε, ο θεός έστησε αμέσως το πρώτο του σιδηρουργείο στον βυθό του Αιγαίου, σφυρηλατώντας εκεί όμορφα αντικείμενα για τις δύο αυτές θεότητες. Γιος του Δία και της Σεμέλης κόρης του Κάδμου ο Διόνυσος διασώζεται από τις φλόγες που έζωσαν το παλάτι του πατέρα της -μετά από την εμφάνιση του Δία σε όλο του το μεγαλείο- χάρη στην παρέμβαση της Γης, που άφησε τον κισσό να τυλίξει τους κίονες του ανακτόρου και να διασώσει το θείο βρέφος. Ο Δίας τοποθέτησε το βρέφος στον μηρό του εν αγνοία της Ήρας και το έβγαλε στο φως την κατάλληλη στιγμή, όταν ολοκληρώθηκε η κύησή του. Εξαιτίας του γεγονότος ότι γεννήθηκε ανάμεσα στα αστροπελέκια του Δία και την πυρκαγιά του ανακτόρου, ο Διόνυσος έφερε την επωνυμία πυριγενής και εξαιτίας του γεγονότος ότι συνέχισε την κύησή του στον μηρό του πατέρα του μηρορραφής, διμήτωρ και δισσότοκος. Ο θεός περιπλανάται στην Αίγυπτο και τη Συρία, τρελός από το μίσος της Ήρας. Θεραπεύεται από τη Ρέα στη Φρυγία. Η Ρέα, επίσης, είναι εκείνη που τον διδάσκει την τελετουργική λατρεία και ορίζει το ένδυμα του θεού και των Μαινάδων ακολούθων του. Η ακολουθία του θεού συμπληρώνεται με τους Σατύρους και τους Σειληνούς. Θεός εκπολιτιστής ο Διόνυσος συνέχισε την περιπλάνησή του, διδάσκοντας ανά τον κόσμο τις ιδιαίτερες τελετές του και την καλλιέργεια της αμπέλου. Αλλού έγινε δεκτός ως θεός, αλλού ως τυχοδιώκτης άνθρωπος, γεγονός που προκάλεσε σύμφωνα με τον μύθο και ανάλογες αντιδράσεις εκ μέρους του, ευνοώντας τους φίλους και τιμωρώντας τους εχθρούς, όπως φαίνεται στο παράδειγμα του Προίτου, βασιλέα της Τίρυνθας, των τριών θυγατέρων του βασιλέα Μινύα στον Ορχομενό ή τις κόρες του αττικού δήμου των Ελευθερών.

Διόνυσος



Ο Διόνυσος, επίσης Διώνυσος, γιος του θεού Δία, ανήκει στις ελάσσονες πλην όμως σημαντικές θεότητες του αρχαιοελληνικού πανθέου, καθώς η λατρεία του επηρέασε σημαντικά τα θρησκευτικά δρώμενα της ελλαδικής επικράτειας. Παρόλο που δεν είναι ολύμπιος θεός και ο Όμηρος δείχνει να τον αγνοεί[1], ήδη από τον 6ο π.Χ. αι., αναπαρίσταται μαζί με τους Ολυμπίους, αν και εμφανίζεται σχετικά απόμακρος. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα. Ο Διόνυσος ως μυθολογική οντότητα «δεν είναι μήτε παιδί ούτε άντρας, αλλά αιώνιος έφηβος, καταλαμβάνοντας μια θέση ανάμεσα στα δύο». Με αυτή τη μορφή, αντιπροσωπεύει «το πνεύμα της ενέργειας και της μεταμορφωτικής δύναμης του παιχνιδιού» γεμάτο πονηριά, εξαπάτηση και στρατηγικές που υποδεικνύουν είτε τη θεϊκή σοφία ή το αρχέτυπο του Κατεργάρη, παρόν σε όλες σχεδόν τις μυθολογίες του κόσμου.
Στην αρχαία Ελλάδα αυτή η στενή σχέση μεταξύ δράματος και μυθολογίας συνοψιζόταν στο προσωπείο, τη μάσκα που συμβόλιζε τον ίδιο τον Διόνυσο και μια διαδικασία ταυτόχρονα μέσω της οποίας οι συμμέτοχοι αντιλαμβάνονταν μια αναλαμπή των άγριων παράδοξων που συσχετίζονταν σε μύθους και θεσπίζονταν ως ιεροτελεστίες ή μυστηριακά δρώμενα. Τέτοιες μυστηριακές παραδόσεις ήταν κοινός τόπος στον αρχαίο κόσμο και μερικές είναι γνωστό ότι διήρκεσαν επί χιλιάδες έτη. Ο Γνωστικός χριστιανισμός είναι ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα των μυητικών μυστηρίων και ακόμη και σήμερα οι ανατολικοί ορθόδοξοι και ρωμαιοκαθολικοί ναοί διατηρούν συγκεκριμένα τελετουργικά στοιχεία, συνεχίζοντας τη γραμμή παράδοσης των μυστηριακών θρησκειών με δρώμενα όπως η μετουσίωση του σώματος και του αίματος του Χριστού. Για τους αρχαίους Έλληνες το προσωπείο ή persona ήταν ένα σύμβολο της ενότητας στη δυαδικότητα. Εκείνος που τη φορούσε ήταν ταυτόχρονα ο ίδιος και κάποιος άλλος, ή γινόταν προσωρινά η persona (που στα Ελληνικά σημαίνει ηχώ μέσω, δηλαδή μιλώ μέσω της μάσκας), ένας από τους χαρακτήρες του δράματος (dramatis personae). Το προσωπείο 'κρατούσε ενωμένες' τις δύο ταυτότητες και φυσικά έπαιζε το ρόλο της πύλης ανάμεσα σε διαφορετικά βασίλεια ή κόσμους εμπειρίας. Τούτη η μετάβαση στην επικίνδυνη, σκιώδη σφαίρα του κάτω κόσμου, του χάους και του θανάτου είναι βασικό θέμα στη διονυσιακή λατρεία. Όπως παρατηρεί ο Godwin, είναι χαρακτηριστικό των θεών που κατεβαίνουν στον κάτω κόσμο για να λυτρώσουν τις περιπλανώμενες ψυχές. Ο Διόνυσος, επίσης, συνδέεται πολύ με τον εκπληρωμένο έρωτα και το επίγραμμα του Ανακρέοντα στον θεό αρχίζει με τις λέξεις «Ω Κύριε, που σύντροφοί σου στο παιχνίδι είναι ο ισχυρός Έρως, οι μαυρομάτες νύμφες και η Αφροδίτη!»


Απόλλωνας



Ο Απόλλωνας ήταν ένας από τους 12 θεούς του Ολύμπου, ο σπουδαιότερος μετά τον Δία. Δεν έχουμε σαφείς ενδείξεις για την προέλευσή του. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η λατρεία του εισήλθε στον ελλαδικό χώρο από την Ανατολή. Άλλες θεωρίες φέρουν τους Δωριείς ως κομιστές της λατρείας του αλλά και την ως τόπο εμφάνισης του, την Κρήτη, μέσω της οποίας η λατρεία του μεταλαμπαδεύτηκε στην Μικρά Ασία. Διέθετε γύρω στις 350 επικλήσεις, προσωνύμια και τοπικές λατρείες του, θεραπευτής, μάντης και ηλιακός («Φοίβος»). Πιθανότατα να αποτέλεσε έμπνευση για τον θεό Απλού στην ετρουσκική μυθολογία.Ο πιο διαδεδομένος μύθος για την γέννησή του αναφέρει πως αυτή πραγματοποιήθηκε στο νησί Ορτυγία (η σημερινή Δήλος) από τη Λητώ που υπήρξε σύζυγος του Δία πριν από την Ήρα. Λόγω της μεγάλης ζήλιας της Ήρας για την Λητώ, κανένας τόπος δεν τη δεχόταν να γεννήσει εκτός από την Ορτυγία. Ήταν ένα νησί που έως τότε έπλεε ελεύθερο στα κύματα κι έτσι ήταν δύσκολο η Ήρα να ανιχνεύσει την τοποθεσία στην οποία η Λητώ είχε καταφύγει. Αργότερα, ο Δίας σταθεροποίησε το νησί προκειμένου να πραγματοποιηθεί η γέννηση του Απόλλωνα. Οι πόνοι του τοκετού διήρκεσαν εννιά μέρες και εννιά νύχτες και τότε η Ειλείθυια, η μαμή, που η Ήρα κρατούσε επίτηδες κοντά της, μπόρεσε να διαφύγει ώστε να βοηθήσει την ετοιμόγεννη Λητώ. Πρώτη γεννήθηκε η Άρτεμις και ύστερα ο Απόλλωνας. Η Ορτυγία ονομάστηκε Δήλος επειδή εκεί αποκαλύφθηκε (έγινε δήλος, δηλαδή φανερός) ο θεός Απόλλωνας. Σύμφωνα με άλλες απόψεις, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης υποστηρίζει πως γενέθλιος τόπος του Απόλλωνα δεν είναι η Δήλος, αλλά η Κρήτη. Ωστόσο η ελληνικότητα του Απόλλωνα αμφισβητείται από τους σύγχρονους ερευνητές. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως προέρχεται από το Bορρά, άλλοι από την Ανατολή. Αρχαίες πηγές αναφέρουν πως ο Απόλλων προερχόταν ή αποσυρόταν κάθε χρόνο στη χώρα των Υπερβορείων. Προς επίρρωση της εκδοχής αυτής συμβάλλει και το γεγονός ότι ο μελωδικός κύκνος του θεού είναι βόρειο πουλί, καθώς και ότι το ήλεκτρο, που συνδέεται με αυτόν είναι βορεινό προϊόν. Άλλοι θεωρούν ως τόπο προέλευσης του Απόλλωνα το νησί των ωδικών κύκνων, την Ελιγολάνδη. Επικρατέστερη ωστόσο φαίνεται πως είναι η εκδοχή ότι ο Απόλλωνας κατάγεται από τη Μικρά Ασία, και συγκεκριμένα από τη Λυκία. Είναι χαρακτηριστικό πως επονομάζεται Λητοΐδης, δηλαδή γιος της Λητούς, κάτι που συνέβαινε συχνότατα στη Λυκία, ενώ οι Έλληνες πολύ σπάνια ονομάζονταν από τις μητέρες τους. Η Λητώ καταγόταν πιθανότατα από τη Λυκία, όπου μια παρεμφερής με το όνομα της λέξη σήμαινε «γυναίκα». Ο ίδιος ο Απόλλωνας ονομαζόταν Λύκιος και οι Δήλιοι πίστευαν πως περνούσε τους χειμερινούς μήνες του χρόνου στη Λυκία. Ο εορτασμός του είχε οριστεί την έβδομη μέρα του μήνα, σύμφωνα με το βαβυλωνιακό έθιμο. Ο προομηρικός ποιητής Ωλήν που και αυτός καταγόταν από τη Λυκία, υπήρξε ιδρυτής του δελφικού μαντείου, εφευρέτης του εξάμετρου και υμνητής των θεοτήτων της Δήλου. Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι παρ’όλο που ο Όμηρος περιγράφει το θεό Απόλλωνα ως ισότιμο των Ολυμπίων, στην Ιλιάδα εμφανίζεται μαζί με την αδερφή του Άρτεμη να πολεμάει στο πλευρό των Τρώων και εναντίον των Ελλήνων, ενώ όλοι οι άλλοι θεοί είναι με το μέρος τους, εκτός από τον Άρη και την Αφροδίτη που θεωρούνται θεοί ξενικής καταγωγής. Σύμφωνα με την προ-ομηρική παράδοση ο Απόλλωνας και ο Πάρις ήταν αυτοί που σκότωσαν τον Αχιλλέα, τον μεγαλύτερο και πιο ξακουστό ήρωα των Αχαιών . Το πιθανότερο είναι, λοιπόν, πως οι Έλληνες ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τη θρησκεία του Απόλλωνα στην μικρασιατική ακτή, κάπου μεταξύ 1100 και 800 π. Χ. Στην Ιλιάδα είναι ο μεγάλος πολεμικός θεός προστάτης και σύμμαχος των Τρώων και βασικός υπερασπιστής και βοηθός του Έκτορα. Ορθώνει την αιγίδα του εναντίον των Αχαιών και με την πολεμική ιαχή του «λιώνει το θάρρος στα στήθη τους και ξεχνούν το πολεμόχαρο πνεύμα τους»[4]. Σε άλλο σημείο της Ιλιάδας, παρακολουθούμε τον Απόλλωνα, κάνοντας χρήση των θεϊκών του δυνάμεων, να ξεγυμνώνει τον Πάτροκλο από τα άρματά του και να του αφαιρεί κομμάτι-κομμάτι την ένδοξη ακατανίκητη πανοπλία του Αχιλλέα, ώστε να διευκολύνει τον Έκτορα να σκοτώσει τον Αχαιό ήρωα με δόλο. Αλλού, ο Αχιλλέας φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως τα αθέατα βέλη που σκοτώνουν τους συντρόφους του προέρχονται από θεϊκό χέρι, αγνοεί όμως για ποιο λόγο ο θεός είναι οργισμένος μαζί τους. Ακόμα, ο Απόλλωνας είναι θεός της προφητείας και της μαντικής τέχνης. Ο Κάλχας, ο μάντης των Ελλήνων στρέφεται προς αυτόν για να πάρει χρησμούς σχετικούς με το λοιμό που πλήττει το στρατόπεδο των Αχαιών. Αυτός μαθαίνει την αιτία του θυμού του θεού και διευκρινίζεται πως ο θεός που μπορεί να φέρει το σκοτάδι και το θάνατο, «γρήγορος σαν τη νύχτα», είναι ο ίδιος λαμπρός σαν το φως. Από εκεί αντλείται και το άλλο προσωνύμιό του, Φοίβος. Άλλες γνωστές επικλήσεις του είναι οι Αγραίος, Αγρέτης, Άκτιος, Αμυκλαίος, Γεννήτωρ, Δειραδιώτης, Διονυσοδότης, Εναγώνιος, Επάκυιος, Ήλιος, Κάρνειος, Κιθαρωδός, Κουροτρόφος, Μουσαγέτης ή Μουσηγέτης. Νόμιος, Ογκαίος, Ογκεάτας, Πτώος, Πύθιος, Σπόνδιος, Τμώος, Τυρίτης, Υπερβόρειος κ.ά.


Άρτεμης



H Άρτεμις (λατινικά Diana) είναι μια από τις παλαιότερες, πιο περίπλοκες αλλά και πιο ενδιαφέρουσες μορφές του ελληνικού πανθέου. Κόρη του Δία και της Λητούς, δίδυμη αδερφή του Απόλλωνα, βασίλισσα των βουνών και των δασών, θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των μικρών παιδιών και ζώων. Η Εστία, η Αθηνά και η Άρτεμη, ήταν οι μόνες Θεές που πάνω τους δεν είχε δύναμη η Αφροδίτη (που είχε υποτάξει το σύνολο Θεών και ανθρώπων). Αντίστοιχη της Άρτεμης στη ρωμαϊκή μυθολογία είναι η Ντιάνα, ενώ στην ετρουσκική μυθολογία η θεότητα Αρτούμες.Η γέννηση της ιδιόρρυθμης θεάς τοποθετείται στο νησί Ορτυγία. Σ' αυτό το άγονο πετρονήσι και μετά από φοβερές ταλαιπωρίες και περιπλανήσεις είχε καταφύγει η έγκυος Λητώ προκειμένου να κρυφτεί και να προφυλαχτεί από την καταδιωκτική μανία της νόμιμης συζύγου του Δία, της Ήρας. Εκεί και με τη βοήθεια όλων των γυναικείων θεοτήτων (εκτός της Ήρας) ήρθε στο φως η Άρτεμις και λίγο αργότερα ο αδελφός της Απόλλωνας. Από τις πρώτες κιόλας ώρες της γέννησής της η Άρτεμη παίρνει πρωτοβουλίες. Αν και νεογέννητο βρέφος, βοηθά την εξουθενωμένη μητέρα της να ξεγεννήσει και το δεύτερο της παιδί, τον Απόλλωνα, και ταυτίζεται με τον τρόπο αυτόν με την Ειλείθυια, από το ελεύθω+υιός, δηλαδή μαμμή, και άρα τη θεά του τοκετού. Πανέμορφη και πανέξυπνη η Άρτεμη, είχε από πολύ νωρίς κερδίσει την εκτίμηση των άλλων θεών. Ήδη από τα τρία της χρόνια είχε συγκεκριμένες απαιτήσεις, που αφορούσαν την ενδυμασία της, τον εξοπλισμό της και την ακολουθία της στην πιο αγαπημένη της ενασχόληση, το κυνήγι. Ήταν παιδί που ήξερε τι ήθελε και πραγματικά σταθερό και άκαμπτο στις αποφάσεις του. Ο Δίας τη θαύμαζε για την επιμονή της και, λόγω της ευστροφίας της, της έτρεφε πολύ μεγάλη αγάπη και ικανοποιούσε όλες της τις επιθυμίες. Ένα από τα πρώτα πράγματα που ζήτησε η Άρτεμη σαν δώρο από τον πατέρα της ήταν η αιώνια αγνότητα και παρθενία. Πιστή και σταθερή σ' ό,τι ζητούσε και τη δέσμευε, η παρθενική θεά δε σπίλωσε ποτέ ούτε το ήθος της ούτε και τον χαρακτήρα της. Σοβαρή και περήφανη, διατήρησε την αγνότητά της περιφρονώντας ερωτικές πολιορκίες και επιθέσεις. Αφοσιωμένη στο κυνήγι και τη φύση, αδιαφόρησε για τις χαρές του γάμου και τις απολαύσεις του έρωτα. Με επιβολή και αυστηρότητα απαίτησε την αθωότητα και την παρθενικότητα όχι μόνο του εαυτού της, αλλά και των Νυμφών που την περιστοίχιζαν και επίσης αυτών που με τις υπηρεσίες τους την τιμούσαν. Η Άρτεμη ήταν θεά αμείλικτη που ποτέ σχεδόν δε συγχωρούσε. Οποιαδήποτε παρατυπία σε βάρος της, οποιαδήποτε παρέκκλιση από τα πιστεύω της και τις αρχές της, άξιζε την τιμωρία της. Η αδυσώπητη οργή της ήταν έτοιμη να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή απέναντι στον παραβάτη των αυστηρών της κανόνων. Τα θανατηφόρα της βέλη στόχευαν διαρκώς θνητούς, θεούς και ήρωες που παρέβλεπαν την ύπαρξή της ή αμελούσαν τις αρχές και τη λατρεία της. Η Εφέσια Άρτεμις Κάποτε ο Ακταίωνας, ο γιος της Αυτονόης και του Αρισταίου, έτυχε να δει την Άρτεμη γυμνή, την ώρα που έκανε το λουτρό της. Η θεά, από φόβο μήπως διαδοθεί το περιστατικό, τον μεταμόρφωσε σε ελάφι κι έβαλε τα πενήντα σκυλιά που τον συνόδευαν να τον κατασπαράξουν. Σε μια άλλη περίπτωση η Καλλιστώ, η κόρη του Λυκάονα (και μια από τις συνοδούς της Άρτεμης στο κυνήγι) κόντεψε να χάσει τη ζωή της από τα βέλη της θεάς γιατί, αποπλανημένη από τον Δία, είχε χάσει την αγνότητά της και είχε μείνει έγκυος. Επίσης η Άρτεμη σκότωσε και την Αριάδνη, γιατί σύμφωνα με τον μύθο είχε απαχθεί και αποπλανηθεί από τον Θησέα στη Νάξο. Τέλος ο Ωρίων, ο γιος του Ποσειδώνα, βρήκε κι αυτός τραγικό θάνατο από τα βέλη της Άρτεμης, γιατί σύμφωνα με μια παράδοση είχε σμίξει με τη θεά της αυγής Ηώ, ή γιατί σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση είχε καυχηθεί ότι ήταν καλύτερος απ' αυτήν στην τέχνη του τόξου. Η Άρτεμη είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα παιδιά και τους έφηβους. Νέοι και νέες που διατηρούσαν την αθωότητά τους και που ζούσαν σύμφωνα με τις αρχές της ήταν πάντοτε ευνοούμενοί της και βρίσκονταν διαρκώς κάτω από την προστασία της. Ο Ιππόλυτος, μάλιστα, που ήταν αφοσιωμένος σ' αυτήν και τη λατρεία της, αποτελεί ζωντανό παράδειγμα αυτής της τακτικής και αδυναμίας της θεάς. Ο Ιππόλυτος, λοιπόν, δεινός κυνηγός και αλογοδαμαστής, είχε αφιερώσει τη ζωή του στην πανέμορφη Άρτεμη και στο ιδανικό που η ίδια πρέσβευε. Καμιά πρόκληση, καμιά γυναίκα δε στάθηκε ποτέ ικανή να τον παρασύρει. Ούτε και η Φαίδρα, η γυναίκα του Θησέα, μπόρεσε με τη γοητεία της να τον αποπλανήσει. Η υποδειγματική του συμπεριφορά έκανε τη θεά να συγκινηθεί και να του χαρίσει τιμές, δόξες και αιώνια -μετά το θάνατό του- μνήμη του ονόματός του. Η Άρτεμη ήταν μια από τις ομορφότερες και κομψότερες θεές του Ολύμπου. Οι αρχαίοι Έλληνες πραγματικά τη θαύμαζαν. Τη φαντάζονταν ψηλή, με ευγενική ομορφιά, αγέρωχη κορμοστασιά και περήφανο περπάτημα. Ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα της Άρτεμης ήταν η καθολική της κυριαρχία στη φύση. Ήμερα και άγρια ζώα, ψάρια στα νερά και πουλιά στον αέρα ήταν όλα τους κάτω από την προστασία της. Ο πληγωμένος από τον Διομήδη, τέλος, Αινείας είχε στη διάρκεια του πολέμου δεχτεί τη βοήθεια της Άρτεμης και της Λητούς και είχε κατορθώσει χάρη σ' αυτές να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να επιστρέψει στη μάχη. Τα σύμβολα της Άρτεμης ήταν πολλά και ποικίλα. Ξεκινούσαν από ζώα και φυτά και κατέληγαν σε όπλα: κατσίκα, τράγος, ελάφι, αρκούδα, σκύλος, φίδι, δάφνη, φοίνικας, κυπαρίσσι, σπαθί, φαρέτρα, ακόντιο και άλλα.


Αφροδίτη



Η Αφροδίτη κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία και θρησκεία είναι η θεά του έρωτα, της ομορφιάς, της σεξουαλικότητας, της ηδονής και της τεκνοποίησης. Η αντίστοιχη θεότητα της Αρχαίων Ρωμαίων ήταν η Βένους (λατινικά: Venus), ενώ παρουσιάζει και πολλά κοινά στοιχεία με την αιγυπτιακή θεά Άθωρ. Σε αυτήν ωφείλει το όνομά του ο πλανήτης Αφροδίτη Όπως συμβαίνει με πολλές αρχαιοελληνικές θεότητες, υπάρχουν περισσότεροι του ενός μύθοι αναφορικά με την προέλευσή της. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, γεννήθηκε όταν ο Κρόνος απέκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του, Ουρανού, και τα πέταξε στη θάλασσα. Από τον αφρό προήλθε η θεά, εξ' ού και το όνομά της. Κατά την Ιλιάδα του Ομήρου, είναι κόρη του Δία και της Διώνης. Ο Πλάτων υποστηρίζει στο «Συμπόσιον» πως αμφότερες οι αφηγήσεις είναι έγκυρες, αλλά αναφέρονται στη γέννηση διαφορετικών οντοτήτων: της Ουρανίας και της Πανδήμου Αφροδίτης, προστάτιδες του πνευματικού πλατωνικού εξειδανικευμένου και σαρκικού ηδονιστικού έρωτα αντίστοιχα. Παρόλο που οι εκδιδόμενες γυναίκες θεωρούσαν την Αφροδίτη προστάτιδά τους, η δημόσια λατρεία της ήταν σοβαρή, ιεροπρεπής και απέριττη. Εξαιτίας της ομορφιάς της, οι άλλοι θεοί φοβήθηκαν ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ τους για να κερδίσουν την εύνοιά της θα οδηγούσε σε πόλεμο. Συνεπώς ο Δίας κανόνισε το γάμο της με τον Ήφαιστο, ο οποίος, εξαιτίας της ασχήμιας και των δυσμορφιών του, δεν εκλαμβανόταν ως απειλή. Η Αφροδίτη είχε, ωστόσο, πολλούς εραστές, τόσο θεούς, όπως ο Άρης, όσο και ανθρώπους, όπως ο Αγχίσης. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, ενώ προκάλεσε τη γέννηση του Άδωνη, ο οποίος έγινε αργότερα εραστής της. Θεωρείται μητέρα πολλών ακόμη μικρότερων θεοτήτων και οντοτήτων. Στον Τρωικό Πόλεμο, τον οποίο σε μεγάλο βαθμό πυροδότησε βοηθώντας τον Πάρη να απαγάγει την Ωραία Ελένη, η θεά τάχθηκε με το μέρος των Τρώων. Ιερά όντα της θεάς ήταν η μυρτιά, τα περιστέρια, τα σπουργίτια, τα άλογα και οι κύκνοι. Η Αφροδίτη είναι επίσης γνωστή ως Κυθέρεια και Κύπριδα από τους δύο βασικούς τόπους λατρείας της, τα Κύθηρα και την Κύπρο, που υποστήριζαν ότι αποτελούν τον τόπο γέννησής της. Χάρις στο μύθο της ανάδυσής της από τη θάλασσα η Αφροδίτη λατρευόταν ευρέως ως προστάτιδα των ναυτικών, με τα επίθετα Πελαγία, Ευπλοία και Θαλασσία. Λόγω του δεσμού της με το θεό Άρη, λατρέυτηκε παραδόξως και ως πολεμική θεότητα στη Σπάρτη με το επίθετο Αρεία, ενώ οπλισμένη απεικονιζόταν και η Ουράνια Αφροδίτη στα Κύθηρα. Πολλές τοπικές λατρείες της απέδιδαν διάφορα ονόματα και παραδόσεις, εντούτοις, οι Αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν πως οι δοξασίες αυτές αναφέρονταν σε μία κοινή θεά, την Αφροδίτη. Σύμφωνα με τον ομηρικό μύθο γεννήθηκε στην Πέτρα του Ρωμιού, μια ακτή της Πάφου στην Κύπρο. Σπρωγμένη από το Ζέφυρο στη θάλασσα, η θεά καλλωπίστηκε από τις θεραπαινίδες της Ώρες και μεταφέρθηκε στον Όλυμπο, όπου παρουσιάστηκε στο Δία και τους υπόλοιπους θεούς. Σύμφωνα με την εκδοχή του Ησίοδου, η Αφροδίτη γεννήθηκε στα ανοιχτά των Κυθήρων από τον αφρό που δημιούργησαν τα γεννητικά όργανα του Ουρανού πέφτοντας στη θάλασσα μετά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο. Πάλι με τη βοήθεια του Ζέφυρου ταξίδεψε μέχρι την Πάφο. Πέρασε από τα Κύθηρα και κατόπιν κατευθύνθηκε στην Κύπρο. Τα Κύθηρα θεωρούνται το νησί της Ουράνιας Αφροδίτης, όπου και υπήρχε το πρώτο ιερό της στον Ελλαδικό χώρο. Ήταν γνωστή ως Αφροδίτη η "Πάφια", ενω ο Όμηρος στην Ιλιάδα την αναφέρει ως "Κυθέρεια θεά του έρωτα τροφός"


Αθηνά



Η Αθηνά, κατά την Ελληνική μυθολογία, ήταν η θεά της σοφίας, της στρατηγικής και του πολέμου. Παλαιότεροι τύποι του ονόματος της θεάς ήταν οι τύποι θάνα (δωρικός) και θήνη, το δε όνομα θην, που τελικά επικράτησε, προέκυψε από το επίθετο ?θαναία, που συναιρέθηκε σε ?θηνάα > ?θην?. Στον πλατωνικό Κρατύλο το όνομα Αθηνά ετυμολογείται από το Α-θεο-νόα ή Η-θεο-νόα, δηλαδή η νόηση του Θεού (Κρατυλ. 407b), αλλά η εξήγηση αυτή είναι παρετυμολογική. Η επιστημονική βιβλιογραφία θεωρεί το θεωνύμιο προελληνικό και αγνώστου ετύμου. Συσχετίζεται από τους Ετρούσκους με τη θεά τους Μένρβα και αργότερα από τους Ρωμαίους ως Μινέρβα, συμβολίζεται από μια κουκουβάγια, έφερε μια ασπίδα από δέρμα κατσίκας, ονομαζόμενη Αιγίς που της είχε δοθεί από τον πατέρα της και συνοδεύεται από τη θεά Νίκη. Η Αθηνά συχνά βοήθησε ήρωες. Παριστάνεται οπλισμένη, ποτέ ως παιδί, πάντα παρθένος. Ο Παρθενώνας στην Αθήνα είναι ο πιο διάσημος ναός αφιερωμένος σ' αυτήν. Ποτέ δεν είχε σύντροφο ή εραστή, αν και μια φορά ο Ήφαιστος προσπάθησε χωρίς να επιτύχει.
Η Αθηνά ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία. Μητέρα της ήταν η Μήτις, πρώτη σύζυγος του Δία. Ο Δίας ύστερα από προφητεία έμαθε ότι η Μήτις θα γεννούσε παιδί το οποίο θα ανέτρεπε από την εξουσία τον πατέρα του, οπότε την κατάπιε ενώ ήταν έγκυος στην Αθηνά. Αργότερα, ο Δίας άρχισε να υποφέρει από πονοκεφάλους και κάλεσε τον Ήφαιστο να τον βοηθήσει. Τότε ο Ήφαιστος με ένα μεγάλο σφυρί χτύπησε το κεφάλι του Δία και πετάχτηκε η Αθηνά πάνοπλη, φορώντας περικεφαλαία και κρατώντας μια ασπίδα. Βλέποντας τον Δία, τα πέταξε στα πόδια του, δείγμα αναγνώρισής του ως υπέρτατου θεού. Η Αθηνά, ως θεά του πολέμου, ήταν περιβεβλημένη με Αιγίδα, διαφορετική από αυτήν του Διός. Κατά μία εκδοχή, η Αθηνά κατασκεύασε την αιγίδα της από το δέρμα της Χίμαιρας ή, κατ' άλλη εκδοχή, από το δέρμα του τέρατος Αιγίδος ή Αιγήεντος, το οποίο κατέστρεφε τα πάντα στη Λιβύη, την Αίγυπτο, τη Φρυγία και τη Φοινίκη, και το οποίο η Αθηνά εξολόθρευσε[1]. Επίσης στην ασπίδα (και στο περιθωράκιο) της Αθηνάς ήταν το κεφάλι της Μέδουσας. Η Μέδουσα αρχικά ήταν μια πολύ όμορφη θνητή γοργόνα και γι' αυτό τον λόγο την πολιόρκησε ο Ποσειδώνας, διέπραξαν όμως προσβολή στην Αθηνά μιαίνοντας έναν ναό της ερωτοτροπώντας μέσα σ' αυτόν. Τότε η Αθηνά την μεταμόρφωσε σε τέρας ώστε να μην την πολιορκήσει ξανά κανένας άνδρας, ενώ το βλέμμα της μετέτρεπε σε πέτρα οποιονδήποτε την κοίταζε. Όταν ο Περσέας[1] σκότωσε τη Μέδουσα, πρόσφερε στη θεά το κεφάλι της (γοργόνιο) ως ευχαριστήριο δώρο, γιατί χάρη στη γυαλιστερή ασπίδα που η θεά του είχε δωρίσει, εκείνος μπόρεσε να κατατροπώσει τη Μέδουσα κοιτάζοντας μόνο το είδωλό της μέσα από αυτήν. Η Αθηνά και ο Ποσειδώνας διεκδικούσαν την ίδια πόλη. Ανέβηκαν λοιπόν στον βράχο της Ακρόπολης και ενώπιον των Αθηναίων αποφάσισαν ότι όποιος προσέφερε στους κατοίκους το ωραιότερο δώρο, θα την αποκτούσε. Ο Ποσειδώνας χτύπησε σε μια πλευρά του λόφου με την τρίαινά του και αμέσως ανάβλυσε μια πηγή με νερό. Ο λαός θαύμασε, αλλά το νερό ήταν αλμυρό σαν το νερό της θάλασσας, που ήταν το βασίλειο του Ποσειδώνα κι έτσι δεν ήταν πολύ χρήσιμο. Το δώρο της Αθηνάς ήταν ένα δέντρο ελιάς, κάτι που ήταν καλύτερο, μιας και παρείχε στην πόλη τροφή, λάδι και ξυλεία. Έτσι, κέρδισε τη μονομαχία η Αθηνά και ονόμασε την πόλη της Αθήνα.


Ερμής



Ο Ερμής είναι ο αγγελιαφόρος των θεών στην ελληνική μυθολογία. Ακόμη λειτουργεί ως ψυχοπομπός, οδηγεί δηλαδή τις ψυχές των νεκρών στον Άδη (όπως μαθαίνουμε στην Οδύσσεια), αλλά είναι και προστάτης των κλεφτών, των τυχερών παιχνιδιών και του εμπορίου. Σύμφωνα με τον επικρατέστερο μύθο, πατέρας του Ερμή ήταν ο Δίας και μητέρα του η Μαία, μία από τις Πλειάδες, τις θυγατέρες του Άτλαντα, του γίγαντα που κρατούσε στις πλάτες του τον ουρανό. Πρόκειται για τις Πλειάδες κόρες που αργότερα ο Δίας τις μετέτρεψε σε αστερισμό, μαζί με τον κυνηγό Ωρίωνα, καθώς ο τελευταίος τις καταδίωκε. Πρόκειται ίσως για την πιο συμπαθητική θεότητα του ελληνικού δωδεκάθεου, καθώς συνδυάζει αρχικά πολύ έντονα τα ανθρώπινα με τα θεϊκά στοιχεία, αλλά και γιατί θεωρείται ουσιαστικά ο πρώτος δάσκαλος του ανθρώπινου γένους, Εκείνος είναι που εισήγαγε τα γράμματα και τις επιστήμες στην ανθρωπότητα, δίδαξε τη χρήση της διάνοιας και μάλιστα υπάρχουν μύθοι πoυ αποδίδουν σε αυτόν τη μετάδοση της γνώσης της φωτιάς στους ανθρώπους. Ταυτόχρονα είναι προστάτης του εμπορίου, των θυσιαστικών τελετών και της μαγείας. Εκφράζει με ένα αρχετυπικό σχεδόν τρόπο την ταχύτητα, την ευλυγισία, τη μεταβλητότητα, μα και τους απατηλούς δρόμους που κάποιες φορές ακολουθεί ο νους, καθώς εύκολα απατάται και κάνει λάθη. Διαθέτει, επιπλέον, μια σκιώδη και περισσότερο ανθρώπινη όψη, καθώς είναι πρώτος στην απατεωνιά, το ψέμα και την κλεψιά. Ο Βρετανός ακαδημαϊκός Ρ. Φ. Γουΐλετς γράφει τα εξής: «…ο Ερμής είναι ο πλέον συμπαθής, ο πλέον ασταθής, ο πλέον συγκεχυμένος, ο πιο πολυσύνθετος και επομένως ο πιο Έλληνας από όλους τους ολύμπιους θεούς». Τα βασικότερα γνωρίσματά του, ωστόσο, είναι ότι λειτουργεί ως αγγελιαφόρος των θεών, δηλαδή ως μεσάζοντας μεταξύ αυτών και των ανθρώπων, ενώ επιτελεί και το λειτούργημα του ψυχοπομπού, οδηγώντας τις ψυχές των νεκρών στον Άδη, Επίσης, είναι από τις θεότητες που για τις δραστηριότητες τους χρησιμοποιούν τη σκοτεινή Νύχτα και για αυτό θεωρείται πως έχει πολύ καλή σχέση με τη Σελήνη. Μάλιστα αναφέρεται ότι το βράδυ που έκλεψε τα ιερά βόδια του Απόλλωνα, μόλις την τέταρτη μέρα από τη γέννησή του, η Σελήνη βγήκε δυο φορές, για να τον διευκολύνει στη μετακίνησή του από την Πιερία μέχρι τα όρη της Κυλλήνης. Σύμβολά του είναι το κηρύκειο, έμβλημα των γοργόφτερων αγγελιοφόρων, και τα φτερωτά σανδάλια. Στην Εσωτερική Παράδοση ο Ερμής συμβολίζει το Λόγο, δηλαδή το σύνολο όλων των διανοιών στο Σύμπαν ή σε κάποιο από τα υποσυστήματα του.