προσμένω. μένω σε κάποια κατάσταση, παραμένω, υπομένω · εμμένω, επιμένω, αφοσιώνομαι σταθερά; (μεταφορικά) πρόκειται να ακολουθήσω.
Definition: to continue, remain, stay in a place, 1 Tim. 1:3; to remain or continue with any one, Mt. 15:32; Mk. 8:2; Acts 18:18; to adhere to, Acts 11:23.
προσμένω [prozméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. πρόσμενα : (λογοτ.) περιμένω, με υπομονή και ελπίδα, να συμβεί κτ. που επιθυμώ: Xρόνια και χρόνια πρόσμεναν οι ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. count down to sth vi phrasal + prep, figurative (prepare for, anticipate sth) (μεταφορικά), μετρώ αντίστροφα έκφρ.
English translation of προσμένω - Translations, examples and discussions from LingQ.
έχω / στηρίζω / τρέφω ελπίδες (φράση / έκφραση ν.ε.) περιμένω: περίμενα να με βοηθήσεις ‖ περιμένουμε ένα καλύτερο αύριο. έχω την ελπίδα.
προσμένω · to remain with, to continue with one · to hold fast to: the grace of God received in the Gospel · to remain still, tarry, stay.
6 Μαρ 2024 · Russian (Dvoretsky). προσμένω: (fut. προσμενῶ, aor. προσέμεινα) 1 оставаться, пребывать (χρόνον πολλόν Her.; ἡμέρας τρεῖς NT): εἰ ἡσυχάζων ...
Publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint • προσμενω • PROSMENW • prosmenō.
προσμένω {ρήμα} ... anticipate [anticipated|anticipated] {ρ.} προσμένω (επίσης: προσδοκώ) ...