Google
×
ΔΦΑ : /aˈpɾo.zme.na/: τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρό‐σμε‐να. Επίρρημα. επεξεργασία. απρόσμενα. απροσδόκητα · ανέλπιστα. Μεταφράσεις.
Νέα ελληνικά (el). επεξεργασία. ↓ πτώσεις, ενικός. γένη →, αρσενικό · θηλυκό · ουδέτερο · ονομαστική · ο, απρόσμενος, η · απρόσμενη · το · απρόσμενο.
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. unexpectedly adv, (without warning), απρόσμενα, αναπάντεχα, απροσδόκητα επίρ. He walked in unexpectedly while we were ...
απρόσμενος -η -ο [aprózmenos] Ε5 : που συμβαίνει ή που παρουσιάζεται χωρίς να τον περιμένουν ή να τον έχουν προβλέψει: Ο ερχομός του ήταν εντελώς ~ ...
Επίρρ. 1267. που συμβαίνει ή που παρουσιάζεται χωρίς να τον περιμένουν ή να τον έχουν προβλέψει (απρόσμενη επίσκεψη / κακοκαιρία) (Έχει αντίθετα)
English translation of απρόσμενα - Translations, examples and discussions from LingQ.
απρόσμενα [aprόzmena] adv. unexpectedly, unforeseeably, surprisingly (syn in απροσδόκητα):. ξέσπασε, πετάχτηκε, σταμάτησε, φάνηκε ~ |.
Μάθετε τον ορισμό του "απρόσμενα". Ελέγξτε την προφορά, τα συνώνυμα και τη γραμματική. Εξετάστε τα παραδείγματα χρήσης του "απρόσμενα" στο σύνολο της Ελληνικά ...
Μεταφράσεις για απρόσμενα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά. (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά). απρόσμενα [aˈprɔzmɛna] ΕΠΊΡΡ. απρόσμενα. unerwartet … με ...
Μεταφράσεις του "απρόσμενα" στο δωρεάν λεξικό Ελληνικά - Αγγλικά: unexpectedly. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.