Εμφανίζονται αποτελέσματα για προσμένω OR προσμονούν
Eναλλακτικά, αναζητήστε προσμονώ OR προσμονούν
προσμένω. μένω σε κάποια κατάσταση, παραμένω, υπομένω · εμμένω, επιμένω, αφοσιώνομαι σταθερά; (μεταφορικά) πρόκειται να ακολουθήσω.
Definition: to continue, remain, stay in a place, 1 Tim. 1:3; to remain or continue with any one, Mt. 15:32; Mk. 8:2; Acts 18:18; to adhere to, Acts 11:23.
Usage: I remain; I abide in, remain in, persist in, adhere to. HELPS Word-studies. 4357 prosménō (from 4314 /prós, "interactively with" and 3306 ...
προσμένω [prozméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. πρόσμενα : (λογοτ.) περιμένω, με υπομονή και ελπίδα, να συμβεί κτ. που επιθυμώ: Xρόνια και χρόνια πρόσμεναν οι ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. count down to sth vi phrasal + prep, figurative (prepare for, anticipate sth) (μεταφορικά), μετρώ αντίστροφα έκφρ.
προσμένω, προσ·μειν·[σ]α[ντ]·ς, 1aor act ptcp mas nom|voc sg, upon CONTINUE-ing-IN (nom|voc), Acts 18:18. προσμένει, προσμένω, προσ·μεν·ει, pres act ind 3rd sg ...
English translation of προσμένω - Translations, examples and discussions from LingQ.
προσ-μένω met acc. wachten op, afwachten; τὸν βοτῆρα προσμεῖναι wachten op de herder Soph. OT 837; abs. (blijven) wachten:. χρόνον πολλόν προσμένουσι zij ...
έχω / στηρίζω / τρέφω ελπίδες (φράση / έκφραση ν.ε.) περιμένω: περίμενα να με βοηθήσεις ‖ περιμένουμε ένα καλύτερο αύριο. έχω την ελπίδα.
Μάθετε τον ορισμό του "προσμένω". Ελέγξτε την προφορά, τα συνώνυμα και τη γραμματική. Εξετάστε τα παραδείγματα χρήσης του "προσμένω" στο σύνολο της Ελληνικά ...