×
Ετυμολογία επεξεργασία. επανάληψη < ελληνιστική κοινή ἐπανάληψις < αρχαία ελληνική ἐπαναλαμβάνω < λαμβάνω. Ουσιαστικό επεξεργασία. επανάληψη θηλυκό. η ...
repetition noun. επανάληψη · recurrence noun. επανάληψη · resumption noun. ανάληψη, ανασύνδεση · iteration noun. επανάληψη · reiteration noun. επανάληψη · rerun ...
επανάληψη • (epanálipsi) f (plural επαναλήψεις). repetition. Declension edit. show ▽declension of επανάληψη. case \ number, singular, plural. nominative ...
Μην έχουμε επανάληψη του περσινού φιάσκο. repeat performance n, figurative (recurrence of sth), επανάληψη ουσ θηλ. (καθομιλουμένη), τα ίδια ...
Με την επανάληψη της διαδικασίας δημιουργείται μια ακολουθία ενσωματωμένων πενταγώνων και πενταγράμμων. Στα μαθηματικά και την επιστήμη των υπολογιστών, η ...
«επανάληψη» Αγγλικά μετάφραση ; επανάληψη {θηλ.} · repetition ; επανάληψη {ουσ.} · rerun ; κατ' επανάληψη {επιρ.} · ad nauseam ...
English translation of επανάληψη - Translations, examples and discussions from LingQ.
επανάληψη η [epanálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω: ~ μιας λέξης / μιας φράσης / μιας πράξης. ~ του ίδιου λάθους.
Μεταφράσεις του "επανάληψη" στο δωρεάν λεξικό Ελληνικά - Αγγλικά : repetition, recurrence, repeat. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
κάνω επανάληψη ; Η Βερόνικα μελετά γιατί δίνει εξετάσεις την Τρίτη. ; revise sth vtr, UK (review lessons), κάνω επανάληψη περίφρ ; I need to revise irregular verbs ...