×
Ουσιαστικό επεξεργασία. είναι ουδέτερο άκλιτο. η κατάσταση της ύπαρξης, το να υπάρχει κάποιος. Ρηματικός τύπος επεξεργασία. είναι.
Greek edit. Etymology edit. From Ancient Greek εἶναι (eînai), present infinitive of εἰμί (eimí, “I am”). (For the noun): Semantic loan from German Sein.
they are. More meanings for είναι (eínai). be verb. υπάρχω, γίνομαι · Este · είναι · is it · είναι · it is · είναι · is · είναι · they're · είναι · are noun ...
Many translated example sentences containing "είναι" – English-Greek dictionary and search engine for English translations.
Need the translation of "είναι" in English but even don't know the meaning? Use ... είναι. είναι (Greek) Translated to English as are. Translate.com. Reach the ...
Το είναι αντικατοπτρίζει αυτό που υπάρχει. Προκύπτει από το ρήμα «ειμί» (είμαι, λατ. esse) και είναι φιλοσοφική έννοια, η οποία εκφράζει και εμπεριέχει όλες ...
Μετάφραση του όρου 'είναι' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
Πώς η φιλοσοφία μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε τον δρόμο μας Kieran Setiya. είναι παυσίπονο . Μπορεί όμως να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πόσο δύσκολη είναι ...
είναι το [íne] Ο (άκλ.) : I.(φιλοσ.) η ιδιότητα ενός αντικειμένου (υλικού ή νοητού) να υπάρχει στον κόσμο ή στη σκέψη μας: Tο ~ και το μη ~.