×
↪ Ψάχνω να βρω στοιχεία στο διαδίκτυο για την εργασία μου. ≈ συνώνυμα: αγρεύω, αναζητώ, γυρεύω · ερευνώ (π.χ. ένα χώρο) προσπαθώντας να βρω ...
Inherited from Byzantine Greek ψάχνω (psákhnō), from Ancient Greek ψαύω (psaúō, “touch”) based on past tense stem's change ψαυσ- > ψαξ- and further metaplasm ...
Need to translate "ψάχνω" (psáchno̱) from Greek? Here are 6 possible meanings ... ψάχνω · rifle verb. αρπάζω, ραβδώ, κλέπτω. Find more words! Another word for ...
Ψάχνω (look for) conjugation ; Present tense · ψάχνω. I look for ; Future tense · θα ψάξω. I will look for ; Aorist past tense · έψαξα. I looked for ; Past continuous ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. be in the market for sth expr, (intending to buy), σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω περίφρ.
ψάχνω transitive verb1. search2. (ανακατεύω) rummage3. (για προμήθειες) forage4. (για κλοπή) rifle5. (περιοχή) scour6. (σε βιβλίο) look up7. ψάχνω για look ...
Ψάχνω ακόμα για έναν Ρομά στην Ιταλία –και παρακαλώ κάποιος να με ενημερώσει αν ξέρει έναν– που απασχολείται νόμιμα και πληρώνει φόρους. europarl.europa.eu.
Greek Script ; Present · ψάχνω · ψάχνεις ; Future · θα ψάξω · θα ψάξεις ; Past perfect · έψαξα · έψαξες ; Past imperfect · έψαχνα · έψαχνες.
ψάχνω [psáxno] -ομαι στις σημ. 4, 5 Ρ αόρ. έψαξα, απαρέμφ. ψάξει, παθ. αόρ. ψάχτηκα, απαρέμφ. ψαχτεί, μππ. ψαγμένος : 1α.ερευνώ, εξετάζω ένα χώρο για να βρω ...