Ουσιαστικό επεξεργασία. χρήματα ουδέτερο, πληθυντικός. ένα χρηματικό ποσό. ↪ τα χρήματα έχουν κατατεθεί στην τράπεζα. Συνώνυμα επεξεργασία · λεφτά. Δείτε ...
Noun edit · Nominative, accusative and vocative plural form of χρήμα (chríma). · money (means of exchange and measure of value) · a sum of money.
Need to translate "χρήματα" (chrí̱mata) from Greek? Here are 8 possible meanings ... χρήματα · monies noun. χρηματικά ποσά · currency noun. νόμισμα, νομίσματα ...
που αποτελείται από χρήματα: Xρηματική περιουσία. Xρηματικό ποσό. Xρηματικό κεφάλαιο, που δεν το έχουν επενδύσει. 2. που αναφέρεται σε χρήματα ή που γίνεται με ...
οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς. NAS: it will be for those who are wealthy to enter. KJV ... χρήματα — 4 Occ. χρημάτων — 1 Occ. Additional Entries. χρείας — 5 Occ ...
Μπορείτε να κερδίσετε χρήματα στο YouTube αν υποβάλετε αίτηση και γίνετε δεκτοί στο Πρόγραμμα συνεργατών YouTube. Μόνο τα κανάλια που συμμορφώνονται με τις ...