×
Ουσιαστικό επεξεργασία. χαβαλές αρσενικό. (παρωχημένο) το σαμάρι που χρησιμεύει να φορτώνουμε κάτι σ' ένα υποζύγιο; (παρωχημένο, ναυτικός όρος) το φορτίο ...
χαβαλές από www.news247.gr
6 Μαΐ 2018 · Η λέξη χαβαλές έχει μια περίεργη γενεαλογία. Καταρχήν να πούμε ότι η βασική της σημασία, σήμερα, είναι ο αστεϊσμός, η ευχάριστη κουβεντούλα, ...
χαβαλές ; Πήγαμε εκεί για πλάκα και τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε το σαββατοκύριακο. ; jest n, (joke, humour), αστεϊσμός ουσ αρσ ; αστείο, χωρατό, καλαμπούρι ουσ ...
Έγινε επίσης αναζήτηση για
γενική ενικού του χαβαλές · αιτιατική ενικού του χαβαλές · κλητική ενικού του χαβαλές · Τελευταία επεξεργασία 2 χρόνια πριν από τον την Sarri.greek. Γλώσσες.
Βίντεο για χαβαλές
Διάρκεια: 2:49
Δημοσιεύτηκε: 16 Νοε 2010
Χαβαλές – havale · Μια πολύ όμορφη λέξη που έχουμε δανειστεί από τα τούρκικα είναι ο χαβαλές. · Η τούρκικη λέξη havale προέρχεται με τη σειρά της από την αραβική ...
χαβαλές από www.offsite.com.cy
χαβαλές ο [xavalés] : (οικ.) ευχάριστη συζήτηση που συνήθ. κρατάει πολλές ώρες: Πάμε για χαβαλέ στο σπίτι μου. Kάναμε χαβαλέ ως αργά το βράδυ, χαβαλεδιάζαμε ...
Βίντεο για χαβαλές
Διάρκεια: 3:52
Δημοσιεύτηκε: 24 Μαΐ 2023