Ουσιαστικό επεξεργασία. χαβαλές αρσενικό. (παρωχημένο) το σαμάρι που χρησιμεύει να φορτώνουμε κάτι σ' ένα υποζύγιο; (παρωχημένο, ναυτικός όρος) το φορτίο ...
χαβαλές ; Πήγαμε εκεί για πλάκα και τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε το σαββατοκύριακο. ; jest n, (joke, humour), αστεϊσμός ουσ αρσ ; αστείο, χωρατό, καλαμπούρι ουσ ...
γενική ενικού του χαβαλές · αιτιατική ενικού του χαβαλές · κλητική ενικού του χαβαλές · Τελευταία επεξεργασία 2 χρόνια πριν από τον την Sarri.greek. Γλώσσες.
Χαβαλές – havale · Μια πολύ όμορφη λέξη που έχουμε δανειστεί από τα τούρκικα είναι ο χαβαλές. · Η τούρκικη λέξη havale προέρχεται με τη σειρά της από την αραβική ...