×
Ουσιαστικό επεξεργασία. υπόδημα ουδέτερο. (υπόδηση, λόγιο) παπούτσι. άλλες μορφές: πόδημα, πόδεμα (λαϊκότροπο). (κατ' επέκταση) οτιδήποτε φοριέται στο πόδι ...
υπόδημα • (ypódima) n (plural υποδήματα). (formal) shoe, shoewear, boot. Declension edit. show ▽declension of υπόδημα. case \ number, singular, plural.
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. shoe n, (footwear), παπούτσι ουσ ουδ. (επίσημο), υπόδημα ουσ ουδ. These shoes are too tight - they're hurting my toes ...
Τα πάντα σε υποδήματα και αξεσουάρ!
υποδημα, υποδημα, υποδημα[τ], (neu) nom|acc|voc sg, sandal (nom|acc|voc), Acts 7:33, Acts 13:25. υποδηματα, υποδημα, υποδηματ·α, (neu) nom|acc|voc pl, sandals ( ...
υπόδημα το [ipóδima] Ο49 : (λόγ.) παπούτσι. || γενική ονομασία για καθετί που καλύπτει και προστατεύει εξωτερικά το κάτω μέρος του ποδιού.
υπόδημα από kifidis-orthopedics.gr
23,00 € Διαθέσιμο
Ελαφρύ Υπόδημα. Κατασκευή από αεριζόμενο ύφασμα με εσωτερική υποαλλεργική επένδυση. Άκαμπτη αντιολισθητική και πολυστρωματική σόλα, απορρόφησης των κρ.. 23,00€.
Μετάφραση του όρου 'υπόδημα' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
υπόδημα από newcosmosmedi.gr
20,00 € Διαθέσιμο
ΑΝΑΤΟΜΙΚΟ ΥΠΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΜΑΛΑΚΟ ΔΕΡΜΑ.Δερμάτινο υπόδημα.Λάστιχο περιμετρικά για καλύτερο κράτημα και καλύτερη εφαρμογή.Στήριξη μεταταρσίων.Αντιολισθητική σόλα.