τολμηρά < τολμηρός. Επίρρημα επεξεργασία. τολμηρά. προκλητικά. έρχεται στο γραφείο ντυμένη πολύ τολμηρά. Συγγενικά επεξεργασία · τολμάω, τολμώ · τόλμη · τόλμημα ...
Υπερασπίστηκε την περιοχή τολμηρά (or: θαρραλέα) όταν όλοι οι άλλοι είχαν δραπετεύσει. boldly adv, (with daring), τολμηρά, θαρραλέα επίρ. με τόλμη, με θάρρος ...
Greek edit. Adjective edit. τολμηρά • (tolmirá). Nominative neuter plural form of τολμηρός (tolmirós). Accusative neuter plural form of τολμηρός (tolmirós).
21 Ιουν 2023 · Σταθερά. Τολμηρά. Μπροστά!