×
τολμηρά < τολμηρός. Επίρρημα επεξεργασία. τολμηρά. προκλητικά. έρχεται στο γραφείο ντυμένη πολύ τολμηρά. Συγγενικά επεξεργασία · τολμάω, τολμώ · τόλμη · τόλμημα ...
Υπερασπίστηκε την περιοχή τολμηρά (or: θαρραλέα) όταν όλοι οι άλλοι είχαν δραπετεύσει. boldly adv, (with daring), τολμηρά, θαρραλέα επίρ. με τόλμη, με θάρρος ...
Greek edit. Adjective edit. τολμηρά • (tolmirá). Nominative neuter plural form of τολμηρός (tolmirós). Accusative neuter plural form of τολμηρός (tolmirós).
τολμηρά από m.facebook.com
Τολμηρά Νέα. 3284 likes · 10 talking about this. ΌΛΗ Η ΑΛΉΘΕΙΑ ΧΩΡΊΣ ΦΊΛΤΡΑ,ΌΣΑ ΟΙ ΆΛΛΟΙ ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΎΝ.
Βίντεο για τολμηρά
Διάρκεια: 0:26
Δημοσιεύτηκε: 19 Ιουν 2023
Βίντεο για τολμηρά
Διάρκεια: 4:25
Δημοσιεύτηκε: 27 Ιαν 2023
τολμηρά από www.proinoslogos.gr
Ο ΑΓΩΝΑΣ… Έκαναν σκληρό αγώνα τα στελέχη της Περιφέρειας να πάρουν τη γέφυρα Μπέλεϋ από τη Σίνδο και να τη φέρουν στην Ήπειρο για να καλυφθούν γεφυρωτικά κενά « ...