Google
×
Ένας τεχνίτης είναι εξειδικευμένος εργάτης που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την επίσημη πιστοποίηση μαθητείας σχετικά με ένα επάγγελμα ή μια τεχνική.
(επάγγελμα) ο επαγγελματίας που ασκεί μια τέχνη, συνήθως ένα χειρωνακτικό επάγγελμα, ή έχει μια ειδική τεχνική εκπαίδευση. θα φωνάξω τον τεχνίτη για το βάψιμο ...
καὶ πᾶς τεχνίτης πάσης τέχνης. NAS: longer; and no ; craftsman of any craft. KJV: and no ; craftsman, of whatsoever craft. INT: and any craftsmen of any craft.
References edit. “τεχνίτης”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon , Oxford: Clarendon Press. Greek edit. Noun edit. τεχνίτης • (technítis) m ...
craftsman, skilled worker, architect, designer, one who engages in a craft or trade, in some contexts with a focus or the design and planning of what is.
... meanings for τεχνίτης (techníti̱s). craftsman noun. βιοτέχνης, μάστορας · artisan noun. τεχνίτης · mechanic noun. μηχανικός · workman noun. εργάτης · artificer ...
www.greek-language.gr. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα. Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία ...
τεχνίτης, τεχνίτου, ὁ (τέχνη), from Sophocles ((?), Plato), Xenophon down, the Sept. several times for חָרָשׁ, an artificer, craftsman: Acts 19:24, 38; Revelation ...
«τεχνίτης» Αγγλικά μετάφραση. volume_up. τεχνίτης {αρσ.} EN. volume_up. wright; craftsman; artisan; artificer; handyman. «τεχνίτης» Αγγλικά μετάφραση. Αγγλικά ...
Publicly editable dictionary of the Greek New Testament and Septuagint • τεχνιτης • TECNITHS TEXNITHS • technitēs. ... τεχνίτης, τεχνιτ·αι, (mas) nom|voc pl ...