×
Ουσιαστικό επεξεργασία. σαγρέ ουδέτερο άκλιτο. (αρχιτεκτονική) επίχρισμα / σοβάς που έχει δημιουργήσει μια τραχιά και κοκκώδη επιφάνεια και (κατ' επέκταση) ...
Έγινε επίσης αναζήτηση για
σαγρέ ; Κύριες μεταφράσεις ; Αγγλικά, Ελληνικά ; toothy adj, (paper: textured, rough) (χαρτί), ανάγλυφος, τραχύς επίθ ; σαγρέ επίθ ακλ ...
σαγρέ το [saγré] Ο (άκλ.) : είδος επιχρίσματος με κοκκώδη επιφάνεια. || (ως επίθ.): Tοίχος ~. [τουρκ. sağrι `επεξεργασμένο δέρμα΄ με λόγ. προσαρμ.
σαγρέ από www.jewelpedia.com
Ονομάζουμε σαγρέ την επιφανειακή υφή μιας μεταλλικής επιφάνειας, που μοιάζει σαν γρατσουνισμένη. Αυτό συνήθως το πετυχαίνουμε τρίβοντας την επιφάνεια με ...
(αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του σαγρέ · δέρμα (αλόγου ή γαϊδουριού) με τραχιά και κοκκώδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται συνήθως στη βιβλιοδεσία ...