×
Ουσιαστικό επεξεργασία. πρόσωπο ουδέτερο. (ανθρώπινο σώμα) το μπροστινό μέρος του κεφαλιού. ↪ Τα μάτια, η μύτη και το στόμα βρίσκονται στο πρόσωπο.
What does πρόσωπο (próso̱po) mean in Greek? ; κόμμα, πάρτι, ομάδα, πάρτυ, παρέα ; personage noun ; προσωπικότητα, προσωπικότης ; visage noun ; όψη.
πρόσωπο • (prósopo) n (plural πρόσωπα). face · character, person. Declension edit. show ▽declension of πρόσωπο. case \ number, singular, plural. nominative ...
Το πρόσωπο είναι το εμπρόσθιο μέρος της κεφαλής ενός ζώου που χαρακτηρίζεται από τρία αισθητήρια όργανα, τα μάτια (οφθαλμοί), τη μύτη και το στόμα και μέσα ...
Tο πρόσωπό του είναι σαν φεγγάρι, πολύ στρογγυλό. Tο πρόσωπό του έχει λεπτά / αδρά χαρακτηριστικά. || η έκφραση του προσώπου: Xαρούμενο / θλιμμένο / γλυ κό / ...
combining form. variants or prosopo-. 1. : person. prosopography. 2. : face. prosopalgia ... Word History. Etymology. Late Latin prosopo-, from Greek prosōp-, ...
πρόσωπο {ουδέτερο} ... face {ουσ.} ... Τις δίνουμε φιλικό πρόσωπο και καθησυχαστική φωνή. expand_more We give them a friendly face and a reassuring voice.
πρόσωπο ; barefaced, bare-faced adj, (with face uncovered), με ακάλυπτο πρόσωπο περίφρ ; bigwig n, slang, figurative (very important person) (καθομιλουμένη) ...
πρόσωπο από ebooks.edu.gr
Α' πρόσωπο, εγώ, τρόμαξ-α, όλοι μας, τρομάξ-αμε. Β' πρόσωπο, εσύ, τρόμαξ-ες, εσείς, τρομάξ-ατε. Γ' πρόσωπο, ο θείος Βρασίδας, τρόμαξ-ε, τα ξαδέλφια μας, τρόμαξ- ...