Adjective edit · (with nouns of multitude) large, great · (of amount, with mass nouns) a lot of, much · (rare, of a person) great, mighty · (of sound) loud · ( ...
πόλεις θηλυκό. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πόλη · Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία. Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία. πόλεις θηλυκό.
Noun edit. πόλεις • (póleis). nominative/accusative/vocative plural of πόλις (pólis). Descendants edit. English: poleis, -poleis. References edit.
Οι μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την πρώιμη χαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης, ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. ... πόλεις, με ...
πόλεις (poleis) — 12 Occurrences. Matthew 9:35 N-AFP · GRK: Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ. NAS: all the cities and villages, KJV: all the cities and
25 Σεπ 2023 · Ταξιδέψτε μαζί μας σε όλη την Ελλάδα.