Ουσιαστικό επεξεργασία. πεθερός αρσενικό. ο πατέρας του ατόμου με το οποίο κάποιος (ή κάποια) είναι παντρεμένος. Συγγενικά επεξεργασία.
What does πεθερός (petherós) mean in Greek? English Translation. father-in-law. More meanings for πεθερός (petherós). father-in-law noun. πεθερός · father in ...
πεθερός • (petherós) m (plural πεθεροί, feminine πεθερά). father-in-law. Declension edit. show ▽declension of πεθερός. case \ number, singular, plural.
να πάνε κι ο πεθερός κι η πεθερά του · Παύλος πιθανόν probably ο πεθερός Schwiegervater father in law · όπως κάνει εδώ ο πεθερός της Φλώρας! dass ich · two e due: ...
... πεθερός του -. Ελλαδα · Κλαίνε και αγκαλιάζονται οι απαρηγόρητοι συγγενείς του 40χρονου που σκότωσε ο πεθερός του στη Νίκαια - Βίντεο. Ο 64χρονος εκτέλεσε με ...
Ο πεθερός μου λοιπόν είναι ο πατέρας της Μαρίας. Αντίστοιχα, για την Μαρία ο πεθερός της είναι ο πατέρας μου. Διαβάστε στη συνέχεια τι είναι συμπέθερος.
Μετάφραση του όρου 'πεθερός' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
ΠΕΘΕΡΟΣ · Ελλάδα Αγία Βαρβάρα: «Ήθελαν να παρεμβαίνουν ο παππούς και η γιαγιά, δεν το ήθελαν ούτε τα εγγόνια τους» · Ελλάδα Δολοφονία στη Νίκαια: Σκότωσε στη μέση ...