Google
×
παραγωγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Η Παραγωγή έτοιμων προϊόντων για χρήση ή μεταπώληση με τη χρήση εργατικού δυναμικού και μηχανών, εργαλείων, χημική και βιολογική επεξεργασία, ...
Noun edit · transport, conveyance · production, creation · massage · sideways movement · persuasion (act of persuading) · deviation · crime, offence · deception ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. generation n, (creation or production), παραγωγή ουσ θηλ. δημιουργία ουσ θηλ. The physics student studied electrical ...
What does παραγωγή (paragogí) mean in Greek? ; απόδοση, προϊόν ; generation noun ; γενεά, γέννηση ; derivation noun ; καταγωγή, πηγή.
17.1 Παραγωγή. A. Παράγωγα ρήματα. Κυρίως από ουσιαστικά ή επίθετα: Αλλά και: νεύρο – νευριάζω φυτό – φυτεύω κόπος – κοπιάζω τέλος – τελειώνω ζέστη – ζεσταίνω
Παραγωγή και Σύνθεση στα Νέα Ελληνικά. Το λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας, όπως και κάθε γλώσσας, περιλαμβάνει λέξεις τις οποίες, σύμφωνα με τον τρόπο ...
Η διαδικασία με την οποία δημιουργούνται καινούριες λέξεις με τον συνδυασμό λεξικών και παραγωγικών μορφημάτων και συνήθως των κλιτικών μορφημάτων .
Many translated example sentences containing "παραγωγή" – English-Greek dictionary and search engine for English translations.
Η παραγωγική διαδικασία μπορεί να ταξινομηθεί σε τέσσερις γενικές κατηγορίες: Συνεχής παραγωγική διαδικασία (process production); Παραγωγή κατά παραγγελία ( ...