×
Noun edit. παιδί • (paidí). dative singular of παῖς (paîs). Greek edit. Etymology edit. From Byzantine Greek παιδίν (paidín), from Ancient Greek παιδίον ...
παιδί από el.wikipedia.org
Ουσιαστικό επεξεργασία. παιδί ουδέτερο. νεαρό άτομο μικρής ηλικίας, συνήθως ανάμεσα στη βρεφική και την εφηβική ηλικία, που η σωματική και πνευματική του ...
παιδί από el.m.wikipedia.org
Παιδί, ο άνθρωπος που δεν σταματά να παίζει. Παιδιά στην Ιερουσαλήμ.
What does παιδί (paidí) mean in Greek? ; τέκνο ; kid noun ; κατσίκι, κατσικάκι, πιτσιρίκι, ερίφιο, δέρμα αιγός ; boy noun ; αγόρι.
12 Μαρ 2024 · Γνωρίζετε τους DINKs; Δηλώνουν ότι με τα χρήματα που θα ξόδευαν σε ένα παιδί μπορούν να ζήσουν μια πιο άνετη ζωή, την οποία επιλέγουν ευχαρίστως ...
Παιδί · Θεσσαλονίκη: Στο νοσοκομείο 6χρονο παιδάκι που παρασύρθηκε από ηλεκτρικό πατίνι · Συγχωνευτικές σχέσεις: Όταν γονείς και παιδιά χάνουν τα όρια και τον ...
There is a guy on the corner selling ice cream. Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό. kid n, informal (child), παιδί ουσ ουδ.
παιδί από paidi.gov.gr
Paidi.gov.gr Για το παιδί Η ανοιχτή πλατφόρμα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για την πρόσβαση και ενημέρωση όλων των πολιτών σε ζητήματα ...
Παιδιά. παιδί (pedhí) \pɛ.ˈði\ neutre. (Famille) Enfant. παιδί έξι ετών : enfant de six ans. παιδί-θαύμα : enfant prodige.