Google
×
Ετυμολογία επεξεργασία. οχύρωση < (ελληνιστική κοινή) ὀχύρωσις. Ουσιαστικό επεξεργασία. οχύρωση θηλυκό. άλλη μορφή του οχύρωμα. Μεταφράσεις επεξεργασία. οχύρωση ...

Οχύρωμα

Το οχύρωμα είναι στρατιωτική κατασκευή ή κτίριο που έχει σχεδιαστεί για την υπεράσπιση του εδάφους σε πολεμικές συγκρούσεις και επίσης χρησιμοποιείται για την εδραίωση της κυριαρχίας σε μια περιοχή κατά τη διάρκεια της ειρήνης. Βικιπαίδεια
Η οχύρωση χωρίζεται συνήθως σε δύο κλάδους: μόνιμη οχύρωση και οχύρωση πεδίου. Υπάρχει επίσης ένας ενδιάμεσος κλάδος γνωστός ως προσωρινή οχύρωση. Τα κάστρα ...
οχύρωση ; Κύριες μεταφράσεις ; Αγγλικά, Ελληνικά ; fortification n, (reinforced military battlement), οχυρωματικά έργα επίθ + ουσ ουδ πλ ; οχύρωση ουσ θηλ ; defense,
Η οχύρωση της ειρήνης, ο προάγγελος της συμφιλίωσης, η βάση για όλη την περιοχή – όπως ήταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου για την Ανατολική Ευρώπη, ας είναι ...
οχύρωση η [oxírosi] Ο33 : η ενέργεια και ιδίως το αποτέλεσμα του οχυρώνω. 1. η αύξηση της αμυντικής ικανότητας ενός τόπου με την κατασκευή τεχνικών έργων ...
Μετάφραση του όρου 'οχύρωση' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
οχύρωση. Contents. Greek Monolingual. Greek Monolingual. η (ΑΜ ὀχύρωσις) οχυρώ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οχυρώνω, η εξασφάλιση της αμυντικής ικανότητας ...
Η μήνη είναι τριγωνική οχύρωση ή ανεξάρτητο εξάρτημα, που βρίσκεται μπροστά από τα εσωτερικά στοιχεία ενός φρουρίου (τα τείχη και τους προμαχώνες).
Επιλέξτε μία από τις σημασίες της λέξης για να δείτε τα συνώνυμά της, Ένδεικτικό συνώνυμο, Μέρος. το να κάνει κανείς κάποιον ή κάτι απρόσβλητο (οχύρωση του ...
Από την αρχική οχύρωση των Φράγκων μόνον η διαίρεση σε δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό, το ακροπύργιο (donjon) και ορισμένα ελάχιστα ίχνη ...