οχυρό < μεσαιωνική ελληνική ὀχυρόν < αρχαία ελληνική ὀχυρά, ουδέτερο του ὀχυρός. Προφορά επεξεργασία · ΔΦΑ : /o.çiˈɾo/. Ουσιαστικό επεξεργασία. οχυρό ουδέτερο.
οχυρό το [oxiró] Ο38 : α. οχυρωματικό έργο που είναι περίκλειστο, βασικό για την άμυνα της περιοχής στην οποία βρίσκεται: Aντιστέκεται / παραδίνεται ένα ~.
Έγινε επίσης αναζήτηση για
What does οχυρό (ochyró) mean in Greek? ; ακρόπολη noun ; akrópoli acropolis, citadel ; φρούριο noun ; froúrio fortress, fort, stronghold, castle, fastness ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. fort n, (old military structure), φρούριο, οχυρό ουσ ουδ. There was an old wooden fort next to the river.
έπιασε θέση σε ένα οχυρό τόπο και αντιστέκεται. Βλέπει · Έιθελ Σίριον, το μεγάλο οχυρό των βασιλιάδων των Ξωτικών · αποκάλυπτε πού βρισκόταν το οχυρό του ...
«οχυρό» Αγγλικά μετάφραση. volume_up. οχυρό {ουδ.} EN. volume_up. stronghold; bunker; citadel; fort. «οχυρό» Αγγλικά μετάφραση. Αγγλικά μεταφράσεις που ...