Google
×
Ουσιαστικό επεξεργασία. οπλισμός αρσενικό. ένα σύνολο από όπλα (που χρησιμοποιεί ένας ένοπλος ή ένα σύνολο ανθρώπων, π.χ.
What does οπλισμός (oplismós) mean in Greek? ; πανοπλία, θωράκιση ; armature noun ; επαγώγιμο, επαγώγιμο ηλεκτρομηχανής ; armour noun ; πανοπλία, θωράκιση.
Κάτω οπλισμός δοκού. Το υλικό του οπλισμού για να καλύψει την αδυναμία του σκυροδέματος πρέπει να έχει μεγάλη αντοχή σε εφελκυσμό. Επιπλέον, για ...
Δωρεάν Διαθέσιμο
Οπλισμός Σκυροδέματος. Ο Χάλυβας SD κατηγορίας C, υπερκαλύπτει τις σύγχρονες απαιτήσεις ολκιμότητας των νέων αυστηρότερων προτύπων και κανονισμών.
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. weaponry n, (arms, weapons), οπλισμός ουσ αρσ. The Vikings used weaponry such as axes and spears.
Greek edit. Etymology edit. From Ancient Greek ὁπλισμός (hoplismós). Noun edit. οπλισμός • (oplismós) m (plural οπλισμοί). weaponry; (music) key signature ...
Μετάφραση του όρου 'οπλισμός' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
Many translated example sentences containing "οπλισμός" – English-Greek dictionary and search engine for English translations.
Βίντεο για οπλισμός
2 Οκτ 2023 · ... 't play this video. Learn more · @AlexandraKladi. Subscribe. Τι είναι ο οπλισμός - Μουσική με ...
Διάρκεια: 0:32
Δημοσιεύτηκε: 2 Οκτ 2023