×
μωρό από el.m.wiktionary.org
Ουσιαστικό επεξεργασία. μωρό ουδέτερο. πολύ νεαρό παιδί που δεν ξέρει ακόμα να μιλά και να περπατά, το βρέφος. το μωρό κοιμάται στην κούνια.
What does μωρό (mo̱ró) mean in Greek? ; ní̱pio toddler, infant, baby ; παιδί noun ; paidí child, kid, boy, youngster, younker ; βυζανιάρικο noun ; vyzaniáriko nursling.
Noun edit. μωρό • (moró) n (plural μωρά). baby, infant. Το μωρό θέλει τάισμα. To moró thélei táisma. The baby needs feeding. Τα μωρά δεν μπορούν να περπατήσουν ...
Greek: μωρό (moró, “baby”); → Mingrelian: ბორო (boro); → English: moron ... Adjective edit. μωρός • (morós) m (feminine μωρή, neuter μωρό). stupid, silly ...
μωρό από www.paidiatros.com
Οι μήνες περνούν, το μωρό αλλάζει. Ταυτόχρονα αλλάζουν οι ανάγκες, απαιτήσεις, συνήθειες, ικανότητες και τα πράγματα που το ευχαριστούν. Η σωστή ενημέρωση θα ...
Βίντεο για μωρό
Διάρκεια: 2:17
Δημοσιεύτηκε: 17 Ιουν 2016
μωρό από www.amazon.com
306,53 $
Amazon.com: moro kai nipio / μωρό και νήπιο: 9789604491155: Collective: Books. ... moro kai nipio / μωρό και νήπιο. Greek Edition. moro kai nipio / μωρό και νήπιο.
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. baby n, (infant child), μωρό, βρέφος ουσ ουδ. The baby was born on Tuesday. Το μωρό (or: βρέφος) γεννήθηκε την Τρίτη.