What does μίμος (mímos) mean in Greek? English Translation. mime. More meanings for μίμος (mímos). mime noun. παντομίμα · mimic noun. μίμος · mummer noun ...
μίμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μῖμος. Προφορά επεξεργασία · ΔΦΑ : /ˈmi.mos/: τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐μος. Ουσιαστικό επεξεργασία. μίμος ...
Greek edit. Etymology edit. From Ancient Greek μῖμος (mîmos). Noun edit. μίμος • (mímos) m. mime. Declension edit. show ▽declension of μίμος ...
Ο μῖμος είναι ένα θεατρικό είδος λαϊκής προέλευσης και αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα που γεννήθηκε στη Σικελία τον 5ο αι. παράλληλα με τη σικελική κωμωδία. Και αν ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. mimic n, (person), μίμος ουσ αρσ/θηλ. The circus mimic could do perfect impressions of a variety of celebrities.