Ουσιαστικό επεξεργασία. μαγείρεμα ουδέτερο. (γαστρονομία) η παρασκευή φαγητού. ※ Λίγα είναι τα φαγητά που δεν συγκινούνται από τη δάφνη.
μαγείρεμα ουσ ουδ. μαγειρική ουσ θηλ. He really enjoys cooking. Πραγματικά του αρέσει το μαγείρεμα. cookery, cooking n, (activity: cooking), μαγειρική ουσ θηλ.
Μαγείρεμα και άλλες υπηρεσίες παρασκευής για την παραγωγή προϊόντων κρέατος 88111 (*) · Cooking and other preparation services for the production of meat ...