τα πιάσαμε τα λεφτά μας ή τα βρήκαμε τα λεφτά μας: τζάμπα τα λεφτά; τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια του: είναι πολύ πλούσιος. Μεταφράσεις επεξεργασία. λεφτά ...
Noun edit · money, cash · wealth, financial estate · Nominative, accusative and vocative plural form of λεφτό (leftó).
What does λεφτά (leftá) mean in Greek? ; vgázo leftá make money ; Πολλά λεφτά ; Pollá leftá a lot of money ; χωρίς λεφτά ; chorís leftá without money.
Εθνικά νομίσματα διαφορετικών χωρών. Τα χρήματα είναι ιστορικά ένα φαινόμενο της αναδυόμενης αγοράς που καθιέρωσε ένα χρηματικό αγαθό, αλλά σχεδόν όλα τα ...
λεφτά τα [leftá] & λεπτά τα [leptá] Ο38 : τα χρήματα: Έχω / βγάζω / κερδίζω / δανείζω / ξοδεύω / χρωστάω / χάνω ~. Πολλά / λίγα / αρκετά ~.
Με την υπηρεσία λεφτά στο λεπτό στέλνετε χρήματα σε όποιον θέλετε δωρεάν και με ασφάλεια. Η ανάληψη μετρητών γίνεται χωρίς κάρτα από ΑΤΜ της Τράπεζας ...